Η πρόσφατη νομοθετική παρέμβαση στην πολιτική των τραπεζικών χρεώσεων φέρνει σημαντικό όφελος για τους καταναλωτές, μειώνοντας τον ετήσιο οικονομικό τους φόρτο και καθιστώντας τη διαφάνεια στα τραπεζικά έξοδα πραγματικότητα.
Αυτό τονίζει ο πρόεδρος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιώς, Βασίλης Κορκίδης, επισημαίνοντας ότι με τους νέους κανόνες εξοικονομούνται τουλάχιστον 150 ευρώ ετησίως για τον μέσο πελάτη των ελληνικών τραπεζών.
Σύμφωνα με την παρέμβαση, από τις 11 Αυγούστου 2025, ουδεμία τράπεζα θα μπορεί να επιβάλλει προμήθεια για αναλήψεις μετρητών από ΑΤΜ.
Πρόκειται για ρύθμιση μόνιμου χαρακτήρα, που υπεγράφη με νομοτεχνικές βελτιώσεις στον νόμο 5167/2024, απαγορεύοντας τις χρεώσεις για αναλήψεις, τόσο από τους ίδιους τους τραπεζικούς οργανισμούς όσο και από επιχειρήσεις που εκμεταλλεύονται τα ΑΤΜ, ακόμα και αν δεν ανήκουν στην ίδια τραπεζική οικογένεια με τον λογαριασμό.
Χωρίς προμήθεια πλέον εκτελούνται και οι πάγιες εντολές πληρωμής προς δημόσιους φορείς, ασφαλιστικά ταμεία, επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας ή παρόχους ενέργειας και επικοινωνίας.
Οι νέες ρυθμίσεις θέτουν τέρμα στις χρεώσεις για αναλήψεις σε ολόκληρο το δίκτυο ΑΤΜ των τραπεζών μέσω του συστήματος ΔΙΑΣ. Επιπλέον, σε δημοτικές κοινότητες που διαθέτουν μόνο ένα ΑΤΜ, ανεξαρτήτως ιδιοκτησιακού καθεστώτος, καταργούνται πλήρως οι χρεώσεις.
Για αναλήψεις από ΑΤΜ ανεξάρτητων ή ξένων παρόχων εφαρμόζεται ανώτατο εθνικό πλαφόν 1,5 ευρώ. Αν το ΑΤΜ συνδέεται με τη διαχειρίστρια τράπεζα του λογαριασμού, η χρέωση μηδενίζεται.
Η μηδενική χρέωση ισχύει και για τον έλεγχο υπολοίπου, ανεξαρτήτως δικτύου, ενώ όλες οι τράπεζες οφείλουν να ευθυγραμμίζονται και να μη χρεώνουν πάνω από 0,50 ευρώ για εμβάσματα μέσω ATM, web ή mobile banking.
Το ίδιο πλαφόν αφορά και τη διαχείριση προπληρωμένων καρτών και απλές μεταφορές έως 5.000 ευρώ την ημέρα. Συνολικά, οι περικοπές στις τραπεζικές χρεώσεις αναμένεται να ωφελήσουν το λιανικό κοινό με ετήσια εξοικονόμηση 150 έως 200 εκατ. ευρώ.
Όπως αναφέρει ο κ. Κορκίδης, οι προμήθειες αντιπροσωπεύουν σήμερα περίπου το 18,3% των συνολικών εσόδων για τις ελληνικές τράπεζες, ποσοστό σημαντικά χαμηλότερο από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης (28,6%).
Αν και τα ακριβή στοιχεία για το πώς θα επηρεάσουν οι αλλαγές τα τραπεζικά έσοδα παραμένουν προς το παρόν άγνωστα, η τάση είναι σαφής: η μείωση στη χρήση μετρητών και οι χαμηλότερες χρεώσεις μπορούν να λειτουργήσουν ως κίνητρο για περισσότερες ηλεκτρονικές συναλλαγές.
Σύμφωνα με ανάλυση του Reuters, τα ετήσια έσοδα από προμήθειες για ATM και e-banking κυμαίνονται μεταξύ 1,8 και 2 δισ. ευρώ. Η εκτιμώμενη απώλεια για τον τραπεζικό τομέα από τις νέες ρυθμίσεις ανέρχεται σε 80–100 εκατ. ευρώ ετησίως (4–5% των προμηθειών).
Παρά τα περιοριστικά μέτρα, ωστόσο, τα συνολικά έσοδα των τεσσάρων μεγαλύτερων τραπεζών αυξήθηκαν το πρώτο εξάμηνο του έτους, ενισχυόμενα από άλλες υπηρεσίες.
Τραπεζική ανάλυση δείχνει ότι η Τράπεζα Πειραιώς αντλεί το 24% των εσόδων της από προμήθειες, η Eurobank το 23%, η Alpha Bank το 22% και η Εθνική Τράπεζα το 16%.
Σε αρκετές περιπτώσεις, η μείωση στα έσοδα από κάρτες και συναλλαγές αντισταθμίστηκε από αυξήσεις στο σκέλος διαχείρισης περιουσίας ή ασφάλισης.
Οι τράπεζες, όπως καταδεικνύεται, αναζητούν εναλλακτικές πηγές εσόδων, μέσω διαχείρισης κεφαλαίων, ασφαλιστικών συμβολαίων ή νέων χρηματοοικονομικών προϊόντων, διατηρώντας ισχυρή συνολική κερδοφορία. Η πιστωτική επέκταση στο πρώτο εξάμηνο του έτους έφτασε τα 20,1 δισ. ευρώ, ενώ το επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο αυξήθηκε στα 132 δισ. ευρώ.
Οι πρώτες εσωτερικές εκτιμήσεις τοποθετούν τις απώλειες από προμήθειες λόγω των νέων μέτρων στα 40 εκατ. ευρώ για το 2025, με τις μηδενικές χρεώσεις αναλήψεων να στερούν περί τα 20–25 εκατ. ευρώ.
Συνολικά, για το 2026 εκτιμάται μείωση εσόδων ύψους 150–200 εκατ. ευρώ, ποσοστό 2–5% των εσόδων από προμήθειες. Η τραπεζική κερδοφορία όμως παραμένει ισχυρή, καθώς βασίζεται και σε άλλες πηγές, όπως τα περιθώρια καταθέσεων, δανείων, πιστωτικών καρτών και επενδυτικών προϊόντων.
Σε κάθε περίπτωση, το ουσιαστικότερο αποτέλεσμα αυτών των αλλαγών είναι η άμεση μείωση του κόστους για εκατοντάδες χιλιάδες καταναλωτές και επιχειρήσεις.
Οι μικρές, επαναλαμβανόμενες χρεώσεις που επιβαρύνουν ιδιώτες, κυρίως όσους πραγματοποιούν συχνές μικροσυναλλαγές ή ζουν σε απομακρυσμένες περιοχές, εξαλείφονται ή μειώνονται δραστικά. Ενδεικτικά, η χρέωση 0,20–0,40 ευρώ για έλεγχο υπολοίπου σε ΑΤΜ ή τα εμβάσματα με κόστος έως 3 ευρώ αποτελούν πλέον παρελθόν.
Η αυξημένη διαφάνεια και η ύπαρξη πλαφόν διευκολύνουν τον σχεδιασμό εξόδων, ενώ προάγουν την οικονομική ένταξη σε περιοχές με περιορισμένη τραπεζική παρουσία. Παράλληλα, για άτομα με χαμηλά εισοδήματα ή περιορισμένη τραπεζική πρόσβαση, το όφελος είναι ακόμη μεγαλύτερο.
Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Βασίλης Κορκίδης, η «διαφάνεια ανέδειξε τα “κρυφά έξοδα” των τραπεζικών χρεώσεων και η νομοθετική παρέμβαση εξοικονόμησε τουλάχιστον 150 ευρώ τον χρόνο στο μέσο πελάτη των ελληνικών τραπεζών».