Στην ανθεκτικότητα των μεγεθών των ελληνικών τραπεζών το πρώτο εξάμηνο του 2025 και στις ιδιαίτερα θετικές επιδόσεις τους στα stress test της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Αρχής (EBA) επικεντρώνεται η DBRS Morningstar στο σημερινό της σχόλιο για τον τραπεζικό κλάδο.
Όπως επισημαίνει ο διεθνής οίκος αξιολόγησης, οι τέσσερις συστημικές τράπεζες, Alpha Bank, Eurobank, Εθνική Τράπεζα και Τράπεζα Πειραιώς, ανακοίνωσαν συνολικά καθαρά κέρδη 2,4 δισ. ευρώ για το πρώτο εξάμηνο του έτους, αυξημένα κατά 4% σε σχέση με την ίδια περίοδο πέρυσι.
Η DBRS σημειώνει πως, παρά τη μικρή κάμψη των καθαρών εσόδων από τόκους (NII), οι τράπεζες κατάφεραν να διατηρήσουν ισχυρή λειτουργική εικόνα.
Η αύξηση των εσόδων από προμήθειες και συναλλαγές, η αποτελεσματική διαχείριση κόστους και η σταθερότητα στις πιστωτικές δαπάνες απορρόφησαν τις πιέσεις από το χαμηλότερο επιτοκιακό περιβάλλον.
«Η μείωση του δείκτη απόδοσης ιδίων κεφαλαίων (ROE) στο 13% οφείλεται κυρίως στη συσσώρευση κεφαλαίων, γεγονός που μακροπρόθεσμα ενισχύει την ευρωστία του συστήματος», αναφέρει χαρακτηριστικά η DBRS.
Υπό αυτό το πρίσμα, οι ελληνικές τράπεζες προχωρούν σε αναθεώρηση προς τα πάνω των στόχων κερδοφορίας για το 2025, στηριζόμενες στην αύξηση της πιστωτικής δραστηριότητας και τη θετική τάση ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού.
Η DBRS εντοπίζει σαφείς βελτιώσεις στον δείκτη κόστους κινδύνου (COR) και στα μέτρα ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού, τα οποία πλησιάζουν πλέον τα ευρωπαϊκά επίπεδα.
Η σταθεροποίηση των νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPE) και η διατηρήσιμη ανάπτυξη χορηγήσεων ενισχύουν περαιτέρω τη συνολική εικόνα.
«Η ποιότητα ενεργητικού παραμένει βασικό συγκριτικό πλεονέκτημα για τις ελληνικές τράπεζες», σημειώνει η DBRS, προσθέτοντας ότι «ο δείκτης COR έχει υποχωρήσει στις 65 μονάδες βάσης και αναμένεται περαιτέρω βελτίωση».
Η κεφαλαιακή επάρκεια παραμένει ισχυρή, παρά την επίδραση από το Basel IV, την αύξηση του κόστους των μετόχων και τη σταδιακή απορρόφηση της αναβαλλόμενης φορολογικής πίστης (DTC).
Ιδιαίτερη σημασία έχει η καλύτερη των προσδοκιών επίδοση των ελληνικών τραπεζών στα stress test της EBA για το 2025. Σύμφωνα με τη DBRS:
Στο βασικό σενάριο, ο δείκτης CET1 αυξάνεται κατά 280 μονάδες βάσης έως το 2027 (έναντι 130 μ.β. στην Ε.Ε.).
Στο αρνητικό σενάριο, η εξάντληση κεφαλαίου ήταν κατά μέσο όρο μόλις 134 μ.β., σημαντικά χαμηλότερη από τις 300 μ.β. των ευρωπαϊκών τραπεζών.
Ο δείκτης μόχλευσης παρουσίασε επίσης μικρή επίπτωση (μόλις 16 μ.β. έναντι 80 μ.β. στην Ε.Ε.).
«Τα αποτελέσματα των stress tests καταδεικνύουν την αυξημένη ανθεκτικότητα του συστήματος, ακόμη και σε δυσμενή σενάρια», επισημαίνει η DBRS.
Τα συνολικά έσοδα των τραπεζών αυξήθηκαν κατά 3% το πρώτο εξάμηνο, κυρίως λόγω συναλλαγών και προμηθειών.
Τα βασικά έσοδα (NII + προμήθειες) παρέμειναν σταθερά, με το NII να μειώνεται κατά 2% και τις προμήθειες να αυξάνονται κατά 13%, παρά τη μεταβλητότητα λόγω των γεωπολιτικών εντάσεων.
Οι παραδοσιακές τραπεζικές υπηρεσίες, η διαχείριση περιουσιακών στοιχείων και η bancassurance αντιστάθμισαν τις απώλειες από τα κόστη συναλλαγών, λόγω των παρεμβάσεων στη λιανική τραπεζική.
«Παρά την αύξηση των λειτουργικών εξόδων (+13%), ο δείκτης κόστους προς έσοδα παρέμεινε σε ιδιαίτερα υγιές επίπεδο, στο 34%», αναφέρει η έκθεση.
Οι προβλέψεις για δάνεια (LLPs) διατηρήθηκαν σταθερές, καθώς η δημιουργία νέων NPEs παρέμεινε περιορισμένη.
Ο κίνδυνος από δάνεια σε ελβετικό φράγκο παρακολουθείται στενά, με ορισμένες τράπεζες να προχωρούν σε προληπτικές προβλέψεις ενόψει ενδεχόμενης κρατικής παρέμβασης.
Η έμμεση έκθεση των τραπεζών στις παγκόσμιες γεωπολιτικές εντάσεις και τον εμπορικό πόλεμο είναι υπό έλεγχο, σύμφωνα με τη DBRS, ωστόσο οι οικονομικές επιπτώσεις απαιτούν συνεχή αξιολόγηση, ιδιαίτερα όσον αφορά την πορεία της επιχειρηματικής δραστηριότητας.