Η Ελλάδα έχει πλέον καθιερωθεί διεθνώς ως ιστορία επιτυχίας, όπως τόνισε ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Κυριάκος Πιερρακάκης, σε συνέντευξή του στην ΕΡΤ κατά τη διάρκεια της Φθινοπωρινής Συνόδου του ΔΝΤ στην Ουάσιγκτον.
Ο υπουργός ανέδειξε τη βελτίωση της απόδοσης των ελληνικών δεκαετών ομολόγων, τα οποία κινούνται σε καλύτερα επίπεδα από αυτά της Γαλλίας και της Ιταλίας, στοιχείο που, όπως σημείωσε, αποτυπώνει την ενισχυμένη εμπιστοσύνη των επενδυτών. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΔΝΤ, η ελληνική οικονομία διατηρεί θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης και δημοσιονομική ισορροπία, παρά το περιβάλλον διεθνούς αβεβαιότητας.
Αναφερόμενος στις προβλέψεις του ΔΝΤ για την Ελλάδα, ο κ. Πιερρακάκης επεσήμανε ότι το Ταμείο παραδοσιακά υποεκτιμά την ελληνική επίδοση, με τη νεότερη εκτίμηση να ανέρχεται πλέον στο 2% από το αρχικό 1,8%. Εξέφρασε αισιοδοξία ότι ο στόχος του 2,4% που προβλέπει ο προϋπολογισμός είναι εφικτός.
Η Ελλάδα εμφανίζει πρωτογενή πλεονάσματα και συνεχή αποκλιμάκωση του χρέους, το οποίο αναμένεται να φθάσει στο 137,6% του ΑΕΠ το 2026, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία.
Ο υπουργός απέδωσε τη βελτίωση της οικονομικής εικόνας στην ανθεκτικότητα της κοινωνίας μετά την απώλεια περίπου του ενός τετάρτου του ΑΕΠ κατά την περίοδο της κρίσης, καθώς και στις μεταρρυθμίσεις που υλοποιήθηκαν στη συνέχεια.
Υπογράμμισε ότι μεταρρυθμίσεις που συζητούνται σήμερα σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες έχουν ήδη εφαρμοστεί στην Ελλάδα, δημιουργώντας ένα νέο πλαίσιο λειτουργίας της οικονομίας τα τελευταία έξι χρόνια.
Ωστόσο, αναγνώρισε ότι παραμένουν σημαντικές προκλήσεις, με κυριότερο το δημογραφικό. Τα μέτρα που παρουσιάστηκαν στη ΔΕΘ στοχεύουν στη στήριξη οικογενειών με παιδιά και νέων στην αγορά εργασίας μέσω μείωσης της άμεσης φορολογίας.
Όπως διευκρίνισε, τα μέτρα αυτά δεν επαρκούν από μόνα τους, αλλά αναγνωρίζουν το ζήτημα ως προτεραιότητα. Ζητούμενο παραμένει η διάχυση της ανάπτυξης σε όλα τα νοικοκυριά, μέσω επενδύσεων, αύξησης της παραγωγικότητας και συνέχισης των φορολογικών ελαφρύνσεων.
Σε σχέση με το παγκόσμιο χρέος, ο κ. Πιερρακάκης τόνισε ότι η Ελλάδα ακολουθεί πορεία αποκλιμάκωσης, υπενθυμίζοντας πως το δημόσιο χρέος είχε φθάσει το 210% του ΑΕΠ μετά την πανδημία και πλέον υποχωρεί με στόχο το 137,6%. Η πρόωρη αποπληρωμή των δανείων του πρώτου μνημονίου, όπως ανέφερε, ενίσχυσε την αξιοπιστία της χώρας στις αγορές.
Αναφορικά με το επενδυτικό περιβάλλον, ο υπουργός στάθηκε στην ανάγκη ενίσχυσης διασυνοριακών συγχωνεύσεων και εξαγορών, σύμφωνα με τις εισηγήσεις των εκθέσεων Ντράγκι και Λέττα για την ενιαία αγορά.
Ενδεικτικά, ανέφερε την προτεινόμενη εξαγορά του Χρηματιστηρίου Αθηνών από τη Euronext, την αύξηση συμμετοχής της UniCredit στην Alpha Bank και την εξαγορά της HSBC Malta από την Credia Bank. Η κυβερνητική στρατηγική δίνει έμφαση στην προσέλκυση ξένων κεφαλαίων σε υποδομές, ενέργεια και τομείς με έντονη ελληνική επιχειρηματική παρουσία.
Ο κ. Πιερρακάκης αναφέρθηκε στον μετασχηματισμό του παραγωγικού μοντέλου της ελληνικής οικονομίας. Το 2019 οι επενδύσεις ανέρχονταν σε 11% του ΑΕΠ, έναντι ευρωπαϊκού μέσου όρου 21,2%. Σήμερα το ποσοστό αυτό έχει ανέλθει στο 15,3%, με πρόβλεψη για 18% το 2026.
Όπως ανέφερε, η Ελλάδα διέθετε πάντα τις βασικές υποδομές, αλλά έλειπε το κατάλληλο θεσμικό και στρατηγικό πλαίσιο για την προσέλκυση επενδύσεων. Με τις κατάλληλες πολιτικές, η χώρα αξιοποιεί πλέον τις ευκαιρίες που προσφέρει το νέο περιβάλλον.
Τέλος, ο υπουργός επισήμανε την ανάγκη για ταχύτερη πρόοδο προς μία λειτουργική ενιαία ευρωπαϊκή αγορά χωρίς εμπόδια στις υπηρεσίες και τη μεταποίηση. Στόχος, όπως υπογράμμισε, είναι η ενίσχυση των επιχειρήσεων σε ευρωπαϊκή κλίμακα, η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και η κινητοποίηση μεγαλύτερων επενδυτικών ροών.