Ως μια προσπάθεια «πολιτικής επανεκκίνησης» χαρακτηρίζει η διεθνής εταιρεία συμβούλων ΤΕΝΕΟ το πακέτο μεταρρυθμίσεων στη φορολογία, ύψους 1,6 δισ. ευρώ, που ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, στην ομιλία του στη ΔΕΘ.
Όπως σημειώνει το ΤΕΝΕΟ «για την κυβέρνηση Μητσοτάκη, ωστόσο, η κίνηση αυτή αποτελεί υπολογισμένο ρίσκο — θυσιάζοντας μέρος του δημοσιονομικού αποθέματος για πολιτική επιρροή σε μια στιγμή που η εμπιστοσύνη στη ΝΔ φθίνει».
«Το πακέτο φοροελαφρύνσεων στοχεύει να αποτελέσει την αφετηρία μιας ευρύτερης προσπάθειας ανασύνταξης της στήριξης προς την κυβέρνηση, ύστερα από μια δύσκολη χρονιά».
Ωστόσο, υπογραμμίζει το ΤΕΝΕΟ, «η ιστορία δείχνει ότι οι εξαγγελίες στη ΔΕΘ συνήθως προσφέρουν μόνο προσωρινή ώθηση στις δημοσκοπήσεις, γεγονός που δημιουργεί αμφιβολίες για το κατά πόσο οι υποσχέσεις του Μητσοτάκη θα έχουν διαρκή αντίκτυπο».
Αναλυτικά το σημείωμα του ΤΕΝΕΟ
«Ο Έλληνας πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης παρουσίασε στις 6 Σεπτεμβρίου ένα πακέτο μεταρρυθμίσεων στη φορολογία εισοδήματος ύψους 1,6 δισ. ευρώ κατά την ετήσια ομιλία του στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, προχωρώντας στο πιο γενναιόδωρο πακέτο φορολογικών μειώσεων από τότε που ανέλαβε την εξουσία.
Τα μέτρα στοχεύουν σε μεσαίες οικογένειες, νέους εργαζόμενους, συνταξιούχους και κατοίκους μικρότερων κοινοτήτων, με τα οφέλη να αναμένεται να φτάσουν περίπου τα τέσσερα εκατομμύρια πολίτες.
Η πολυαναμενόμενη ανακοίνωση έρχεται, ωστόσο, σε μια περίοδο πτώσης των δημοσκοπικών ποσοστών του κόμματος της Νέας Δημοκρατίας, διαδηλώσεων για το υψηλό κόστος ζωής και το σιδηροδρομικό δυστύχημα του 2023, καθώς και αυξανόμενης κοινωνικής δυσαρέσκειας — γεγονός που υπογραμμίζει το πολιτικό διακύβευμα ενόψει των εκλογών που αναμένονται έως το 2027.
Στο πλαίσιο του σχεδίου, οι φορολογικοί συντελεστές θα μειωθούν κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες στα περισσότερα κλιμάκια, με τις οικογένειες —ιδίως όσες έχουν τρία ή περισσότερα παιδιά— να απολαμβάνουν μεγαλύτερες ελαφρύνσεις, συμπεριλαμβανομένης της θέσπισης αφορολόγητου ορίου για τα πρώτα 20.000 ευρώ εισοδήματος σε νοικοκυριά με τέσσερα παιδιά. Οι νέοι εργαζόμενοι κάτω των 25 ετών που κερδίζουν έως 20.000 ευρώ δεν θα πληρώνουν φόρο, ενώ οι ηλικίες 25–30 θα έχουν σημαντικά μειωμένους συντελεστές. Εισάγεται νέος συντελεστής 39% για εισοδήματα μεταξύ 40.000 και 60.000 ευρώ, από 44% που ισχύει σήμερα.
Πρόσθετα μέτρα περιλαμβάνουν σημαντικές μειώσεις στον ΕΝΦΙΑ σε αγροτικές περιοχές, μείωση ΦΠΑ κατά 30% για τα μικρά νησιά και μειωμένη φορολόγηση στα εισοδήματα από ενοίκια. Οι συνταξιούχοι θα επωφεληθούν από τη σταδιακή κατάργηση των μνημονιακών περικοπών, ενώ στρατιωτικό και διπλωματικό προσωπικό θα δει αυξήσεις αποδοχών. Η κυβέρνηση δεσμεύτηκε επίσης να κατασκευάσει νέες κατοικίες, ακόμη και σε αναξιοποίητες στρατιωτικές εκτάσεις, ώστε να αντιμετωπίσει την έλλειψη στέγης.
Η στρατηγική αυτή αναδιανομής παρουσιάστηκε από τον πρωθυπουργό ως απάντηση τόσο στον επίμονο πληθωρισμό όσο και στις δημογραφικές προκλήσεις της χώρας. Ο Μητσοτάκης τόνισε ότι η δημοσιονομική σταθερότητα παραμένει προτεραιότητα, παρουσιάζοντας τις μειώσεις ως βιώσιμες εντός των ευρωπαϊκών κανόνων, ενώ σκιαγράφησε ευρύτερους στόχους μεταρρυθμίσεων έως το 2030, στους τομείς της εκπαίδευσης, της υγείας, του χωροταξικού σχεδιασμού και της ενέργειας.
Για τα νοικοκυριά, τα οφέλη είναι ξεκάθαρα: γενικευμένες φοροελαφρύνσεις μαζί με στοχευμένη στήριξη σε οικογένειες, συνταξιούχους και συνεπείς φορολογούμενους. Για την κυβέρνηση Μητσοτάκη, ωστόσο, η κίνηση αυτή αποτελεί υπολογισμένο ρίσκο — θυσιάζοντας μέρος του δημοσιονομικού αποθέματος για πολιτική επιρροή σε μια στιγμή που η εμπιστοσύνη στη ΝΔ φθίνει.
Από την αρχή του έτους, τα ποσοστά του κόμματος στις δημοσκοπήσεις έχουν μειωθεί κατά τρεις έως τέσσερις μονάδες, από 30% σε 26–27%. Η τάση αυτή δείχνει ότι, παρότι η ΝΔ πιθανότατα θα παραμείνει πρώτο κόμμα στις εκλογές του 2027, κινδυνεύει να μην εξασφαλίσει αυτοδυναμία. Το πακέτο φοροελαφρύνσεων στοχεύει να αποτελέσει την αφετηρία μιας ευρύτερης προσπάθειας ανασύνταξης της στήριξης προς την κυβέρνηση, ύστερα από μια δύσκολη χρονιά.
Η ομιλία στη Θεσσαλονίκη, η οποία είχε προβληθεί εκτενώς από τα ελληνικά ΜΜΕ όλο το καλοκαίρι, παρουσιάζεται ως πολιτική επανεκκίνηση. Ωστόσο, η εκ των προτέρων δημοσιότητα ίσως ανέβασε τις προσδοκίες, δημιουργώντας τον κίνδυνο απογοήτευσης εάν τα μέτρα κριθούν κατώτερα των αναμενομένων.
Επιπλέον, η ιστορία δείχνει ότι οι εξαγγελίες στη ΔΕΘ συνήθως προσφέρουν μόνο προσωρινή ώθηση στις δημοσκοπήσεις, γεγονός που δημιουργεί αμφιβολίες για το κατά πόσο οι υποσχέσεις του Μητσοτάκη θα έχουν διαρκή αντίκτυπο.»