Η ελβετική κυβέρνηση ξεκαθάρισε ότι οι εγχώριες επιχειρήσεις δεν μπορούν να αποφύγουν τον δασμό 39% που επέβαλαν οι ΗΠΑ στις ελβετικές εξαγωγές, αποστέλλοντας τα προϊόντα μέσω του γειτονικού Λιχτενστάιν.
Παρά την τελωνειακή ένωση που επιτρέπει την ελεύθερη διακίνηση αγαθών ανάμεσα στις δύο χώρες, το Λιχτενστάιν, μια μικρή πριγκιπική χώρα με πληθυσμό λίγο πάνω από 40.000 κατοίκους,υπάγεται σε αμερικανικό δασμό μόλις 15%, σημαντικά χαμηλότερο από τον ελβετικό.
Αυτό δημιουργεί θεωρητικά κίνητρο για επανεξαγωγές, ωστόσο η Βέρνη διαμηνύει πως κάτι τέτοιο δεν είναι εφικτό.
«Για να θεωρηθεί ότι ένα προϊόν έχει προέλευση το Λιχτενστάιν, πρέπει να έχει παραχθεί εξ ολοκλήρου εκεί ή να έχει υποστεί επαρκή επεξεργασία», δήλωσε εκπρόσωπος του ελβετικού Υπουργείου Οικονομίας στο Bloomberg.
«Η απλή επανεξαγωγή ελβετικών προϊόντων ή η μεταφόρτωσή τους δεν αλλάζει την προέλευση, και οι υψηλότεροι αμερικανικοί δασμοί ισχύουν κανονικά».
Η πιθανότητα παράκαμψης των δασμών συζητήθηκε σύντομα σε πρόσφατη συνάντηση της προέδρου της Ελβετίας, Κάριν Κέλερ-Σούτερ, με την πρωθυπουργό του Λιχτενστάιν, Μπριγκίτε Χάας, χωρίς όμως να ληφθούν ειδικές αποφάσεις.
Σύμφωνα με κυβερνητική πηγή, μέχρι στιγμής δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι εταιρείες επιχειρούν να εκμεταλλευτούν τη διαδρομή.
«Υπάρχουν φόβοι ότι κάποιοι ίσως το δοκιμάσουν, αλλά τέτοιες αποστολές θα υπόκεινται σε δασμό 40%», τόνισε η Χάας σε δηλώσεις της στο ελβετικό δίκτυο SRF. «Δύσκολα θα μπει κάποιος σε τέτοιο κόπο».
Οι ΗΠΑ έχουν καταστήσει σαφές ότι επιβάλλουν δασμό 40% σε οποιοδήποτε προϊόν θεωρούν ότι έχει «μεταφορτωθεί» μέσω τρίτης χώρας, με βασικό στόχο την αποτροπή της εισαγωγής κινεζικών προϊόντων που παρακάμπτουν τα αμερικανικά μέτρα.