Η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών ανακοίνωσε την αναβολή της εφαρμογής των νέων δασμών για τις ευρωπαϊκές εισαγωγές από τις 9 Ιουλίου στην 1η Αυγούστου.
Παρά την προσωρινή αναβολή, οι συνομιλίες με την Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκονται σε κρίσιμο σημείο, με το ενδεχόμενο επίτευξης μιας «καταρχήν συμφωνίας» να παραμένει ανοιχτό.
Σε περίπτωση αποτυχίας των διαπραγματεύσεων, η Ουάσινγκτον ενδέχεται να προχωρήσει σε δασμούς έως και 20% σε ευρωπαϊκά προϊόντα ή και υψηλότερα, αν η ένταση κλιμακωθεί.
Σύμφωνα με την DBRS, ένα τέτοιο σενάριο θα είχε σοβαρές επιπτώσεις για την οικονομική ανάπτυξη της ΕΕ, προκαλώντας βραδύτερη δημοσιονομική εξυγίανση και δυσκολία στη μείωση του χρέους, ιδιαίτερα σε χώρες με ήδη επιβαρυμένα δημόσια οικονομικά.
Από τις 9 Απριλίου, η κυβέρνηση Τραμπ επέβαλε νέους προσωρινούς δασμούς 10% σε σχεδόν όλα τα αγαθά — με εξαιρέσεις για φάρμακα και ημιαγωγούς.
Ορισμένοι κλάδοι, όπως ο χάλυβας, το αλουμίνιο και τα αυτοκίνητα, επιβαρύνθηκαν με δασμούς από 25% έως και 50%.
Παρά τη σταδιακή εφαρμογή, τα έσοδα των ΗΠΑ από δασμούς εκτοξεύθηκαν στα 24,18 δισ. δολάρια τον Μάιο, ανεβάζοντας τον συνολικό δασμολογικό συντελεστή στο 8,8%.
Οι βασικοί ευρωπαίοι εμπορικοί εταίροι έχουν πληγεί ιδιαίτερα: στη Γερμανία ο συντελεστής έφτασε το 11,4%, στη Γαλλία 6,4%, στην Ιταλία 8% και στην Ισπανία 9,2%.
Οι εξαγωγές αυξήθηκαν προσωρινά πριν την εφαρμογή των μέτρων, αλλά ακολούθησε πτώση στα προ κρίσης επίπεδα.
Η ΕΕ επιδιώκει συμφωνία για να αποτρέψει την αύξηση των δασμών και σχεδιάζει αντίμετρα 5% σε εισαγωγές από ΗΠΑ. Αν δεν βρεθεί λύση, η DBRS εκτιμά απώλεια έως 0,8% του ΑΕΠ για τη Γερμανία έως το 2027, 0,6% για Γαλλία και Ιταλία και 0,4% για Ισπανία. Οι επιπτώσεις αναμένεται να κορυφωθούν το 2026–2027.
Επιπλέον, οι χώρες αυτές θα αντιμετωπίσουν δημοσιονομικές προκλήσεις λόγω των επιπλέον αμυντικών δαπανών που απαιτεί το ΝΑΤΟ, σε συνδυασμό με την απώλεια εσόδων και την ανάγκη στήριξης επιχειρήσεων και εργαζομένων.
Παρά τις προκλήσεις, υπάρχουν παράγοντες που μπορεί να μετριάσουν τις συνέπειες. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ενδέχεται να χαλαρώσει περαιτέρω τη νομισματική πολιτική για να ενισχύσει την οικονομία.
Παράλληλα, χώρες όπως η Γερμανία διαθέτουν ισχυρά δημοσιονομικά «μαξιλάρια», ενώ προϊόντα υψηλής ποιότητας σε Ιταλία και Γαλλία ίσως αποδειχθούν λιγότερο ευάλωτα.
Τέλος, η στήριξη των κυβερνήσεων προς τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά θα είναι κρίσιμη, αν και ενδέχεται να επιβραδύνει τις προσπάθειες μείωσης των ελλειμμάτων και σταθεροποίησης του χρέους.
Η εμπορική αντιπαράθεση, αν επιβεβαιωθεί, απειλεί να εξελιχθεί σε νέο μακροοικονομικό σοκ για την ευρωπαϊκή οικονομία.