Η δασμολογική κόντρα μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας φθάνει στην κορύφωσή της με εκατέρωθεν δασμούς 125%, με αποτέλεσμα την εκ των πραγμάτων διακοπή των εμπορικών σχέσεων μεταξύ των δύο μεγαλύτερων οικονομιών του πλανήτη.
Το μεγάλο ερώτημα που τίθεται είναι ποιος εκ των δύο θα υποχρεωθεί να κάνει ένα βήμα πίσω, καθώς οι οικονομολόγοι προειδοποιούν ότι είθισται να μην υπάρχουν νικητές από τους εμπορικούς πολέμους.
Από τη μία πλευρά είναι οι ΗΠΑ, η μεγαλύτερη οικονομία στον πλανήτη, με το ισχυρότερο νόμισμα αλλά και τη μεγαλύτερη στρατιωτική και γεωπολιτική ισχύ. Από την άλλη η Κίνα, το εργοστάσιο του πλανήτη, με την αγορά της να θεωρείται ακόμη δέλεαρ για όλες τις εταιρείες της υφηλίου, ενώ παράλληλα είναι μεταξύ των χωρών που διακρατούν το μεγαλύτερο μέρος του αμερικανικού χρέους.
Ο Σι Τζιπίνγκ διεμήνυσε στον Ντόναλντ Τραμπ ότι δεν φοβάται κανέναν και παράλληλα το Πεκίνο ξεκαθάρισε ότι σταματά στο 125% την επιβολή δασμών και δεν πρόκειται να ανταποκριθεί σε οποιαδήποτε πρόσθετη απόφαση των ΗΠΑ, καθώς δεν μπορεί να συμμετάσχει, πλέον, σε μία «φάρσα αριθμών».
Το εμπορικό ισοζύγιο
Η Κίνα, με εξαγωγές προς τις ΗΠΑ ύψους 428 δισ. δολαρίων το 2023, θα δεχθεί καίριο πλήγμα, ωστόσο η ελεγχόμενη μετάβαση σε άλλες αγορές και η ενίσχυση της εγχώριας ζήτησης δρουν ως αντισταθμιστικοί παράγοντες.
Στον αντίποδα, οι ΗΠΑ, με εξαγωγές μόλις 148 δισ. δολαρίων προς την Κίνα, είναι περισσότερο εκτεθειμένες στον πληθωριστικό αντίκτυπο της σύγκρουσης. Σύμφωνα με εκτιμήσεις της JP Morgan, το κόστος των αυξημένων δασμών για την αμερικανική οικονομία θα μπορούσε να ξεπεράσει τα 860 δισ. δολάρια, κυρίως μέσω της μετακύλισης των αυξημένων τιμών στους καταναλωτές.
Η Ουάσινγκτον φαίνεται να επιδιώκει κάτι περισσότερο από πρόσκαιρη διαπραγματευτική πίεση. Στόχος είναι η ανάσχεση της τεχνολογικής και βιομηχανικής ανόδου της Κίνας, η οποία πλέον απειλεί την αμερικανική πρωτοκαθεδρία σε κρίσιμους τομείς όπως η τεχνητή νοημοσύνη, τα ηλεκτρικά οχήματα και τα δίκτυα 5G.
Ο Νικ Μάρο του Economist Intelligence Unit επισημαίνει πως οι τελευταίες κινήσεις αποτελούν «την πιο σαφή ένδειξη προς μια πλήρη αποσύνδεση των δύο οικονομιών», ενώ ο Βίκτο Σιχ του UC San Diego σημειώνει πως «η Κίνα είναι διατεθειμένη να υπομείνει βραχυπρόθεσμο κόστος για να προστατεύσει τη μακροπρόθεσμη τεχνολογική της κυριαρχία».
Το Πεκίνο είχε προβλέψει την κλιμάκωση και έχει ήδη προχωρήσει σε αναδιάρθρωση της παραγωγικής βάσης:
- Μεταφορά παραγωγικών δραστηριοτήτων σε τρίτες χώρες της Ασίας (π.χ. Βιετνάμ, Μαλαισία)
- Διεύρυνση εμπορικών δεσμών με τη Νοτιοανατολική Ασία, την Αφρική και τη Λατινική Αμερική
- Ανάπτυξη εγχώριων εναλλακτικών σε στρατηγικούς τομείς (τσιπ, μπαταρίες, αμυντική τεχνολογία)
Αντιθέτως, οι ΗΠΑ δεν έχουν επιδείξει ανάλογη ετοιμότητα. Η εξάρτησή τους από κινεζικά ενδιάμεσα προϊόντα παραμένει υψηλή και σε ορισμένες περιπτώσεις πλήρης (όπως π.χ. συμβαίνει με τις σπάνιες γαίες), ενώ η εσωτερική παραγωγή δεν έχει ακόμη ανακάμψει αρκετά ώστε να καλύψει τα κενά της αποσύνδεσης.
Τα πρόσθετα πλεονεκτήματα της Κίνας
Όπως, δε, σημειώνει σε εκτενή ανάλυσή του ο Economist, η Κίνα φαίνεται έτοιμη να εντείνει περαιτέρω την εμπορική της αντεπίθεση κατά των Ηνωμένων Πολιτειών, επιστρατεύοντας ένα ευρύ φάσμα μέτρων οικονομικού και γεωπολιτικού χαρακτήρα.
Ήδη, το Πεκίνο έχει τοποθετήσει αρκετές αμερικανικές εταιρείες —μεταξύ των οποίων και η PVH, ιδιοκτήτρια της Calvin Klein— στη λίστα των «αναξιόπιστων οντοτήτων», μια κατηγορία που συνοδεύεται από αυστηρή κυβερνητική εποπτεία και περιορισμούς. Η κίνηση αυτή σηματοδοτεί την προετοιμασία για πιο σκληρά αντίμετρα, με το ενδεχόμενο ακόμα και της ουσιαστικής παράλυσης των δραστηριοτήτων των εν λόγω εταιρειών εντός κινεζικής επικράτειας.
Παράλληλα, οι κινεζικές αρχές έχουν διακόψει τη συνεργασία κάποιων Αμερικανών κατασκευαστών drones με Κινέζους προμηθευτές, ενώ έχουν επιβάλει περιορισμούς στις εξαγωγές κρίσιμων μετάλλων προς τις ΗΠΑ – μια στρατηγική που ενδέχεται να πλήξει ευαίσθητες αλυσίδες εφοδιασμού.
Στις 8 Απριλίου, εμφανίστηκε στο διαδίκτυο μια ανεπίσημη λίστα με πιθανές επιπλέον κινήσεις, δημοσιευμένη από επιδραστικούς και καλά συνδεδεμένους σχολιαστές. Μεταξύ των προτάσεων περιλαμβάνεται η αναστολή της συνεργασίας με τις ΗΠΑ σε θέματα φαιντανύλης — ενός ναρκωτικού που αποτελεί κεντρικό σημείο τριβής στην αμερικανο-κινεζική ατζέντα.
Άλλο ενδεχόμενο είναι η επιβολή απαγόρευσης στις εισαγωγές αμερικανικών αγροτικών προϊόντων, όπως τα πουλερικά, η σόγια και το σόργο. Τα προϊόντα αυτά προέρχονται κυρίως από πολιτείες των ΗΠΑ με υψηλό εκλογικό ποσοστό Ρεπουμπλικανών — και επομένως στοχευμένα, πολιτικά ευαίσθητα.
Η Κίνα ενδέχεται επίσης να στραφεί εναντίον του αμερικανικού τομέα υπηρεσιών. Σύμφωνα με μελέτη του κινεζικού υπουργείου Εμπορίου που δημοσιεύθηκε την τρέχουσα εβδομάδα, οι ΗΠΑ διατηρούν εμπορικό πλεόνασμα στον τομέα των υπηρεσιών έναντι της Κίνας — παρότι υπολείπεται σε μέγεθος του ελλείμματος στο εμπόριο αγαθών.
Με βάση τον υπολογισμό που χρησιμοποίησαν οι ΗΠΑ για την επιβολή δασμών, η Κίνα θα μπορούσε να εφαρμόσει αντίστοιχο μέτρο με δασμό 28% στις αμερικανικές υπηρεσίες. Μια τέτοια εξέλιξη θα έθετε σημαντικά εμπόδια σε επιχειρηματικούς τομείς όπως οι χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, η τεχνολογία και η παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών.
Τέλος, το Πεκίνο εξετάζει και την πιθανότητα ανοίγματος μετώπου στον τομέα των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας. Σύμφωνα με Κινέζο μπλόγκερ με ευρεία επιρροή, αρκετές αμερικανικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην Κίνα λειτουργούν με μονοπωλιακά χαρακτηριστικά και αποκομίζουν υπερκέρδη μέσω της κατοχύρωσης πατεντών και τεχνογνωσίας. Η νομική αμφισβήτηση αυτών των δικαιωμάτων θα μπορούσε να πλήξει σοβαρά την αξία και το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα πολλών αμερικανικών εταιρειών.