ΓΔ: 2031.81 -0.17% Τζίρος: 220.74 εκ. € Τελ. ενημέρωση: 17:25:00
Φόρος
Credit: Shutterstock

Tι αλλάζει στον φορολογικό έλεγχο τραπεζικών καταθέσεων και εμβασμάτων

Η εφορία ελέγχει τα τραπεζικών εμβάσματα μόνο αν τα ποσά έχουν κατατεθεί σε μη παραγεγραμμένα έτη. Η νομολογία του ΣτΕ ξεκαθαρίζει πότε φορολογούνται ως εισόδημα άγνωστης πηγής.

Τα ποσά των τραπεζικών εμβασμάτων που εντοπίζονται από την εφορία, αποτελούν αντικείμενο ελέγχου μόνο εφόσον αφορούν κεφάλαια τα οποία έχουν πιστωθεί αρχικά στον τραπεζικό λογαριασμό σε χρόνο που δεν έχει παραγραφεί.

Σε διαφορετική περίπτωση δεν μπορούν να ελεγχθούν οι κάτοχοι των εν λόγω τραπεζικών λογαριασμών για τα εμβάσματα που απέστειλαν εντός του χρόνου παραγραφής, καθώς τα ποσά θεωρούνται νόμιμα αποκτηθέντα.

Με αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας έχει αποσαφηνιστεί, ότι δεν επιτρέπεται ούτε η έμμεση διάρρηξη του χρόνου παραγραφής του ελέγχου των φορολογικών υποθέσεων, ακόμα και αν υπάρχουν στοιχεία περί φοροδιαφυγής.

Το Ανώτατο Δικαστήριο έχει καταστήσει σαφές ότι οι φορολογικές υπηρεσίες δεν μπορούν να παρακάμπτουν τον χρόνο παραγραφής, για περιπτώσεις που μπορούσαν και όφειλαν να ελέγξουν εντός της πενταετίας ή (αναλόγως) της δεκαετίας.

Η πίεση του χρόνου

Ο έλεγχος των κινήσεων των τραπεζικών λογαριασμών αποτελεί το μεγάλο όπλο της εφορίας για τον εντοπισμό τυχόν κρυφών και αδήλωτων εισοδημάτων από τον φορολογούμενο, εφόσον διαπιστωθούν δυσανάλογες κινήσεις στους τραπεζικούς τους λογαριασμούς, σε σχέση με τα δηλωθέντα εισοδήματά τους.

Έτσι ο έλεγχος επικεντρώνεται στον έλεγχο των τραπεζικών κινήσεων κυρίως, αλλά και στη μεταβολή των περιουσιακών στοιχείων του φορολογούμενου στην ελεγχόμενη περίοδο. 

Ο σκοπός προφανώς είναι να εντοπιστούν τυχόν εισοδήματα που εισέρρευσαν σε τραπεζικό λογαριασμό, χωρίς να έχουν δηλωθεί, φορολογηθεί ή νομίμως απαλλαγεί από το φόρο.

Ο φορολογούμενος, από την πλευρά του, γνωρίζει ή οφείλει να γνωρίζει την αληθή αιτία ή την πηγή της εισαγωγής στην περιουσία του των μεγάλων ποσών που περιέχουν οι τραπεζικοί λογαριασμοί του.

Περαιτέρω, οφείλει κατ' αρχήν, να ανταποκριθεί στην κλήση της φορολογικής ελεγκτικής αρχής να της χορηγήσει τα αναγκαία και εύλογα, ενόψει των συνθηκών, πληροφοριακά στοιχεία διευκρίνισης και επαρκούς δικαιολόγησης της περιουσιακής του κατάστασης.
Βάσει των σχετικών διατάξεων, μια πίστωση σε τραπεζικό λογαριασμό μπορεί να λογισθεί και να φορολογηθεί ως εισόδημα άγνωστης πηγής του δικαιούχου, εάν συντρέχουν τρεις βασικές προϋποθέσεις:

  • Δεν καλύπτεται από τα εισοδήματα που έχουν δηλωθεί από τον φορολογούμενο.
  • Δεν δικαιολογείται από άλλη συγκεκριμένη και επαρκώς τεκμηριωμένη πηγή ή αιτία, είτε αυτή επικαλείται ο ίδιος ο φορολογούμενος, είτε την εντοπίζει η φορολογική αρχή.
  • Ο έλεγχος θα πρέπει να πραγματοποιηθεί εντός της πενταετίας, που δεν έχει εκπνεύσει ο χρόνος παραγραφής, διαφορετικά ακυρώνεται.

Στην περίπτωση εντοπισμού αδικαιολόγητων ποσών στους τραπεζικούς λογαριασμούς του, τα ποσά θεωρούνται προσαύξηση περιουσίας φορολογούνται με 33% από το πρώτο ευρώ και επιπλέον επιβάλλεται πρόστιμο ύψους 50% επί του φόρου που προκύπτει.

Τι συμβαίνει με τα εμβάσματα

Μια ειδική περίπτωση σε σχέση με τους χρόνους παραγραφής αποτελεί ο έλεγχος των εμβασμάτων, μετά τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ), που ξεκαθαρίζει ορίζει πότε μια πίστωση σε τραπεζικό λογαριασμό μπορεί να φορολογηθεί ως εισόδημα άγνωστης πηγής και ποια είναι η υποχρέωση του φορολογούμενου.

Σύμφωνα με τη νομολογία που έχει διαμορφωθεί, η μεταφορά χρηματικού ποσού από έναν τραπεζικό λογαριασμό του δικαιούχου σε έναν άλλο δικό του λογαριασμό (είτε στην Ελλάδα είτε στο εξωτερικό) δεν αποτελεί  κατ΄ ανάγκη προσαύξηση της περιουσίας του.

Αντίθετα, κρίσιμος χρόνος για τη φορολόγηση μιας πίστωσης που τροφοδότησε ένα έμβασμα είναι, τουλάχιστον κατ' αρχήν, ο χρόνος της κατάθεσης του επίμαχου ποσού στον τραπεζικό λογαριασμό. Η ελεγκτική αρχή οφείλει να προσδιορίσει αυτόν τον κρίσιμο χρόνο με βάση όλα τα πρόσφορα στοιχεία που συλλέγει, όπως η κλήση του φορολογούμενου για εξηγήσεις και η αναζήτηση πληροφοριών από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.

Σε εξαιρετικές περιπτώσεις και μόνο εφόσον η συλλογή στοιχείων για τον χρόνο προσαύξησης καταστεί αδύνατη ή ιδιαίτερα δυσχερής (κάτι που πρέπει να αιτιολογείται ειδικά), η φορολογική αρχή μπορεί να θεωρήσει κατά τεκμήριο ως κρίσιμο χρόνο τον χρόνο διενέργειας του εμβάσματος.

Η απόφαση της Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών

Στο πλαίσιο αυτό, η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών, εκδικάζοντας διάφορες υποθέσεις και σε συνδυασμό με την ισχύουσα νομοθεσία και τις αποφάσεις του ΣτΕ, κατέληξε στην ακόλουθη απόφαση:

«Σε κάθε περίπτωση, εάν διαπιστωθεί ότι η απόκτηση της επένδυσης έλαβε χώρα σε χρόνο εκτός των φορολογικών ετών που περιλαμβάνονται στην εντολή ελέγχου, ή το εισερχόμενο έμβασμα αλλοδαπής προέρχεται από καταθέσεις / πραγματικά εισοδήματα προγενέστερων ετών της ελεγχόμενης περιόδου, οι εν λόγω πιστώσεις θεωρούνται δικαιολογημένες για το ελεγχόμενο διάστημα και δεν θεμελιώνεται, εξ αυτού του λόγου, επέκταση του φορολογικού ελέγχου στα προγενέστερα αυτά έτη, εκτός εάν και στο μέτρο που είναι απολύτως αναγκαίο για την διακρίβωση της υπαγωγής σε φόρο ή νόμιμης απαλλαγής από αυτόν των κεφαλαίων από τα οποία προέρχονται οι εν λόγω πιστώσεις, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων περί παραγραφής».

Διευκρινίζει επίσης πως, το ποσό τραπεζικού λογαριασμού που τροφοδότησε έμβασμα και λογίζεται ως φορολογητέο εισόδημα, φορολογείται ως εισόδημα της διαχειριστικής περιόδου κατά την οποία προκύπτει ότι εισήχθη το ποσό αυτό στην περιουσία του δικαιούχου του λογαριασμού, η δε μεταφορά με έμβασμα χρηματικού ποσού από τραπεζικό λογαριασμό δικαιούχου σε άλλο τραπεζικό λογαριασμό του (στην ημεδαπή ή στην αλλοδαπή) δεν αποτελεί προσαύξηση της περιουσίας του.

Συνεπώς, καταλήγει η ΔΕΔ, κρίσιμος δεν είναι, τουλάχιστον κατ΄ αρχήν ο χρόνος διενέργειας του εμβάσματος, αλλά είτε ο χρόνος της κατάθεσης του επίμαχου ποσού (ή σε περίπτωση τμηματικής κατάθεσης του, ο χρόνος που κατατέθηκε καθένα από τα τμήματα του) στον τραπεζικό λογαριασμό του δικαιούχου, μέσω του οποίου έγινε το έμβασμα, είτε ο προγενέστερος αυτού χρόνος κατά τον οποίο προκύπτει ότι επήλθε η αντίστοιχη προσαύξηση της περιουσίας του.

Παράδειγμα

Η ΑΑΔΕ εντοπίζει ένα έμβασμα που διακινήθηκε εντός του 2025 από τραπεζικό λογαριασμό του Α φορολογούμενου προς τραπεζικό λογαριασμό του ιδίου ή του Β φορολογούμενου και εκδίδει εντολή ελέγχου.

Τα κλιμάκια των ελεγκτών δεν πρέπει να μείνουν στον χρόνο μεταφοράς του ποσού αλλά να ελέγξουν εάν το ποσό που υπήρχε στον αρχικό λογαριασμό έχει αποκτηθεί νόμιμα και έχει δηλωθεί.

Εάν έχουν αμφιβολίες για την προέλευση του ποσού ζητούν εξηγήσεις από τον κάτοχο του λογαριασμού. Όμως, αν το συγκεκριμένο ποσό πιστώθηκε στον λογαριασμό το 2018, εφορία δεν μπορεί να το ελέγξει,καθώς το έτος έχει παραγραφεί.

Παρότι δηλαδή το έμβασμα εντοπίζεται σε χρόνο που δεν έχει παραγραφεί, επειδή το ποσό το οποίο αφορά το έμβασμα προέρχεται από έτος που έχει παραγραφεί, δεν μπορεί να ελεγχθεί και το ποσό θεωρείται πως έχει αποκτηθεί νόμιμα.

Google news logo Ακολουθήστε το Business Daily στο Google news

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ

Ολοταχώς στο μηδέν οι καταθέσεις, ποια νέα προϊόντα έρχονται

Μεταξύ 0,05% και 0,20% κυμαίνονται ήδη οι αποδόσεις των προθεσμιακών καταθέσεων για 12μηνη δέσμευση και θα πέσουν ακόμη χαμηλότερα, ενώ οι τράπεζες ετοιμάζουν σύνθετα προϊόντα για καλύτερη απόδοση.
Φορολογικός έλεγχος έγγραφων
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Πώς «ξεσκονίζει» η Εφορία τα βιβλία και τους τραπεζικούς λογαριασμούς

Τα 27 στοιχεία της δραστηριότητας των φορολογουμένων που ελέγχει η Εφορία με τις έμμεσες τεχνικές ελέγχου, όταν διαπιστώνεται αναντιστοιχία εισοδημάτων και περιουσιακών στοιχείων.