Μια διεθνής επιστημονική μελέτη, υπό την ηγεσία της ερευνήτριας του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών, φέρνει στο προσκήνιο μια καινοτόμα μέθοδο για την πρόβλεψη σεισμικού κινδύνου.
Η σχετική έρευνα, που δημοσιεύθηκε στο καταξιωμένο περιοδικό Journal of Geophysical Research - Solid Earth, δίνει έμφαση στη σημασία της παλαιοσεισμολογίας στην κατανόηση των διαδικασιών έλλειψης, ωριμότητας και συμπεριφοράς των ενεργών ρηγμάτων παγκοσμίως.
Συγκεκριμένα, δημιουργήθηκε και αναλύθηκε μια εκτεταμένη βάση δεδομένων, αποτελούμενη από 900 ισχυρούς προϊστορικούς και ιστορικούς σεισμούς (Μ>6), που διήρκεσαν τα τελευταία 80.000 χρόνια σε πέντε τεκτονικά ενεργές περιοχές, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα.
Σύμφωνα με τη Δρ. Βασιλική Μουσλοπούλου, κύρια ερευνήτρια του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών και επικεφαλής της μελέτης, ο στόχος της ανάλυσης δεν είναι η άμεση πρόβλεψη του επόμενου μεγάλου σεισμού—κάτι που θεωρείται ανέφικτο—αλλά η βελτίωση των μοντέλων πρόβλεψης σεισμικού κινδύνου σε διεθνές επίπεδο.
Όπως εξηγεί, η παλαιοσεισμολογία επιτρέπει την καταγραφή και εκτίμηση του σεισμικού κύκλου και του ρυθμού επανάληψης σε κάθε ενεργό ρήγμα, παρέχοντας κρίσιμα δεδομένα για τον χρόνο και το μέγεθος μελλοντικών σεισμικών γεγονότων.
Παλαιοσεισμολογία: Ένα βασικό εργαλείο για την κατανόηση της σεισμικής ιστορίας
Όπως τονίζει η κ. Μουσλοπούλου, η παλαιοσεισμολογία επεκτείνει σημαντικά το χρονικό "παράθυρο" καταγραφής ισχυρών σεισμών ανά ρήγμα, υπερβαίνοντας κατά πολύ τα όρια της ενόργανης ή και ιστορικής παρατήρησης.
Η μελέτη εξετάζει σεισμική δράση βάθους 80.000 ετών, καλύπτοντας περίοδους που ξεπερνούν κατά πολύ τη διάρκεια ζωής του ανθρώπου και των καταγραφών του. Η κατανόηση των μηχανισμών και της συχνότητας δραστηριοποίησης των ρηγμάτων είναι απαραίτητη για τη σωστή εκτίμηση της σεισμικής τους επικινδυνότητας.
Στην παρούσα έρευνα, επιστήμονες από Ελλάδα, Νέα Ζηλανδία και Αυστραλία συνέλεξαν και ανέλυσαν τα πιο αξιόπιστα αρχεία ισχυρών σεισμών στις σεισμογενείς περιοχές του πλανήτη.
Η ανάλυση αποκαλύπτει ότι η πλειονότητα των ρηγμάτων παγκοσμίως δε βρίσκεται, επί του παρόντος, στο «ώριμο» στάδιο εκδήλωσης σεισμού, με εξαίρεση την Καλιφόρνια, όπου παρατηρούνται καθυστερήσεις.
Επίσης, η χρήση του μέσου ρυθμού επανάληψης προϊστορικών σεισμών αποδεικνύεται ιδιαίτερα ρεαλιστική στη χρονολόγηση των πρόσφατων ισχυρών σεισμών στις εξεταζόμενες περιοχές, ανάμεσά τους και η Ελλάδα.
Νέα προσέγγιση στον υπολογισμό σεισμικού κινδύνου
Η μελέτη προτείνει ότι, για την ανάπτυξη αξιόπιστων μοντέλων διαχείρισης σεισμικής επικινδυνότητας, οι ερευνητές θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη το πλήρες διάστημα μεταξύ των δύο τελευταίων ισχυρών σεισμών (έναν «κλειστό» σεισμικό κύκλο), και όχι μόνο το χρόνο που έχει περάσει από το πιο πρόσφατο συμβάν.
Αυτή η πρακτική αντανακλά με μεγαλύτερη ακρίβεια τη σεισμική συμπεριφορά ρηγμάτων διεθνώς, με ορισμένες γεωγραφικές εξαιρέσεις.
Σημαντικά είναι τα συμπεράσματα για την Ελλάδα. Παρά τη σχετική έλλειψη εκτενών παλαιοσεισμολογικών δεδομένων, όσα υπάρχουν συμβάλλουν ουσιαστικά στη διεθνή μελέτη επαναληψιμότητας των σεισμών.
Τα ελληνικά ρήγματα εμφανίζουν παρόμοια επαναληπτικότητα με άλλες εξεταζόμενες περιοχές, επιβεβαιώνοντας ότι οι ιστορικοί σεισμοί συνέβησαν περίπου στα προσδοκώμενα χρονικά πλαίσια λαμβάνοντας υπόψη τη σεισμική τους ιστορία.
Ωστόσο, μόνο το 10% των ελληνικών ενεργών ρηγμάτων έχει μελετηθεί επαρκώς, υπογραμμίζοντας την ανάγκη για περισσότερο συστηματική συλλογή παλαιοσεισμολογικών δεδομένων, ιδιαίτερα για τα ρήγματα που ενδέχεται να βρίσκονται κοντά στη θραύση αλλά δεν έχουν ακόμη δώσει ισχυρούς ιστορικά σεισμούς.
Όπως επισημαίνεται, η πιο ακριβής εκτίμηση της σεισμικής επικινδυνότητας μπορεί να έχει πρακτικές συνέπειες τόσο στη διαμόρφωση οικοδομικών κανονισμών όσο και στην προσαρμογή των κριτηρίων ασφαλιστικής κάλυψης έναντι σεισμών.
Η μελέτη τονίζει ότι η τρέχουσα εφαρμογή μοντέλων «τύπου Καλιφόρνιας» στην ελληνική πραγματικότητα, πιθανώς, ενέχει μεροληψίες και σφάλματα, καλώντας για μια αναθεώρηση βάσει πιο εμπεριστατωμένων τοπικών στοιχείων.
Διεθνής αντίκτυπος και ελληνική πρωτοπορία στην επιστημονική γνώση
Η προσέγγιση αυτής της μελέτης βρήκε θετική ανταπόκριση από σεισμολόγους παγκοσμίως, με ιδιαίτερα θερμό καλωσόρισμα από επιστήμονες της Καλιφόρνιας.
Ένα από τα σημαντικότερα ευρήματα είναι η διαπίστωση ότι τα μέχρι τώρα διεθνή μοντέλα βασίζονταν κυρίως σε δεδομένα από την Καλιφόρνια, η οποία φαίνεται να αποτελεί την εξαίρεση στη σεισμική συμπεριφορά ρηγμάτων παγκοσμίως.
Τα ελληνικά επιστημονικά επιτεύγματα, λοιπόν, δεν αμφισβητούν μόνο εδραιωμένες αντιλήψεις, αλλά προσφέρουν επίσης νέα εργαλεία για την πρόβλεψη σεισμικού κινδύνου τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο.
Η έρευνα αυτή, εκπονημένη με ελληνική επιστημονική ηγεσία, ανοίγει το δρόμο για καινοτόμες προσεγγίσεις στη διαχείριση του σεισμικού κινδύνου, επιβεβαιώνοντας τη σημασία της τοπικής επιστημονικής γνώσης στη διαμόρφωση διεθνών πρακτικών.