Νέες προκλήσεις για τους τηλεπικοινωνιακούς παρόχους της ελληνικής αγοράς φέρνει η Τεχνητή Νοημοσύνη. Την ώρα που η χώρα μετατρέπεται σε διεθνή κόμβο δεδομένων, η Τεχνητή Νοημοσύνη έρχεται να εκτοξεύσει τις απαιτήσεις για τα ελληνικά δίκτυα που κυριαρχεί ακόμα ο χαλκός, και καλούνται να ανταποκριθούν στην πρόκληση.
Οι πάροχοι καλούνται να βρουν λύση στην πρόκληση, καθώς θα πρέπει να διαχειριστούν τη ραγδαία αυξανόμενη κίνηση μέσα στην επόμενη τριετία, αλλά και να εξασφαλίσουν ότι η υποδομή τους θα μπορεί να υποστηρίξει τη νέα εποχή, ενώ ακόμη τα δίκτυα βρίσκονται στη εποχή του χαλκού.
Την ίδια στιγμή που οι επενδύσεις στις ευρυζωνικές συνδέσεις στην Ελλάδα προχωρούν αργά, μόλις ένα μικρό ποσοστό των παρόχων παγκοσμίως δηλώνουν έτοιμοι να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της κίνησης που θα φέρει η Τεχνητή Νοημοσύνη, ενώ τα περισσότερα δίκτυα χρειάζονται σημαντικές αναβαθμίσεις για να μπορέσουν να ανταποκριθούν.
Οι πάροχοι καλούνται να επιταχύνουν και να εντείνουν τις επενδύσεις τους, αν δεν θέλουν η Ελλάδα να χάσει το τρένο της νέας ψηφιακής εποχής. Η Τεχνητή Νοημοσύνη δεν είναι μια μελλοντική πρόκληση, αλλά μια πραγματικότητα που ήδη βαραίνει τα δίκτυα και η ικανότητα της χώρας να αντέξει αυτήν την πίεση θα καθορίσει αν θα καταφέρει να μετατραπεί σε πραγματικό κόμβο τεχνολογίας ή θα παραμείνει θεατής στην παγκόσμια κούρσα.
«Καμπανάκι» για παρόχους και οι προκλήσεις
Έρευνα της Heavy Reading για λογαριασμό της Ciena αποκαλύπτει ότι η εκρηκτική αύξηση της κίνησης δεδομένων που θα προκαλέσει η Τεχνητή Νοημοσύνη δεν συμβαδίζει με την ετοιμότητα των τηλεπικοινωνιακών δικτύων. Αν και οι πάροχοι προβλέπουν ότι μέσα στην επόμενη τριετία η κίνηση AI θα κυριαρχήσει τόσο στα μητροπολιτικά όσο και στα δίκτυα μεγάλων αποστάσεων, μόλις το 16% δηλώνει ότι είναι πλήρως έτοιμο να ανταποκριθεί.
Οι εκτιμήσεις δείχνουν το μέγεθος της πρόκλησης. Σχεδόν το 29% των παρόχων πιστεύει ότι σε τρία χρόνια η κίνηση AI θα ξεπερνά το 50% του συνολικού όγκου στα δίκτυα μεγάλων αποστάσεων. Στα μητροπολιτικά δίκτυα, το 18% αναμένει ότι η AI θα αποτελεί πάνω από το μισό της κίνησης, ενώ το 49% βλέπει να υπερβαίνει το 30% και μόλις το 19% θεωρεί ότι η συμβολή της θα παραμείνει κάτω από το 10%.
Επίσης, η ετοιμότητα εμφανίζεται ελλιπής. Μόνο το 16% των παρόχων δηλώνει «πολύ έτοιμο», το 39% αναφέρει ότι είναι «έτοιμο αλλά με περιθώρια βελτίωσης», ενώ το 40% περιορίζεται στο «κάπως έτοιμο» και το 5% παραδέχεται ότι δεν είναι καθόλου έτοιμο. Διαφορετική είναι η οπτική για τις προοπτικές καθώς στις ΗΠΑ όπου έχουν ήδη φανεί οι επιπτώσεις της κίνησης που φέρνει η ΤΝ μόλις το 44% των παρόχων αισθάνεται έτοιμο, εν αντιθέσει με το 68% στον υπόλοιπο κόσμο.
Ωστόσο η αυξανόμενη κίνηση θα φέρει και υψηλή ζήτηση σε υπηρεσίες υψηλού εύρους ζώνης (100 Gbit/s, 400 Gbit/s και άνω) όπως εκτιμά το 50% των παρόχων, ενώ η «σκοτεινή ίνα» συγκεντρώνει μόλις 25%. Επίσης οι πελάτες ζητούν κυρίως χαμηλή καθυστέρηση (55%) και υψηλό εύρος ζώνης (52%). Αξιοσημείωτο είναι ότι το 74% των παρόχων εκτιμά πως οι εταιρικοί πελάτες θα είναι ο βασικός μοχλός της αύξησης, ξεπερνώντας hyperscalers και παρόχους cloud.
Ωστόσο, σύμφωνα με την μελέτη, οι πάροχοι προβληματίζονται για τις κεφαλαιακές ανάγκες που θα χρειαστούν για τις επενδύσεις και τις στρατηγικές εισόδου στη αγορά, ενώ περίπου ένας στους τρεις θεωρεί πρόκληση τα ζητήματα διαχείρισης δικτύου.
Η χωρητικότητα του δικτύου και η ενεργειακή κατανάλωση βρίσκονται επίσης υψηλά στους προβληματισμούς των παρόχων. Στις ΗΠΑ οι ανησυχίες των παρόχων εστιάζονται κυρίως στην ασφάλεια και στη διοικητική οργάνωση, ενώ στον υπόλοιπο κόσμο κυριαρχούν το κόστος και οι στρατηγικές προσαρμογής.
Τρέχουν οι επενδύσεις, μένουν πίσω οι ταχύτητες
Την ίδια στιγμή η Ελλάδα μετατρέπεται σε διεθνή κόμβο δεδομένων με πολύ σημαντικές επενδύσεις σε data centers από κολοσσούς και εγχώριους παίκτες, με την κίνηση να έχει εκτοξευτεί και οι ανάγκες για χωρητικότητα του δικτύου να αυξάνονται. Εντούτοις, τα δίκτυα της σταθερής παραμένουν ακόμα να τρέχουν σε… ταχύτητες χαλκού, παρά τη σημαντική πρόοδο που έχουν καταγράψει.
Η βραδύτητα στην πρόοδο των επενδύσεων στα δίκτυα, η έλλειψη εργατικού δυναμικού για να τρέξει τις νέες ευρυζωνικές συνδέσεις, η χαμηλή επιτυχία των κουπονιών Smart Readiness που κρατούσαν μέχρι τώρα «δέσμια» την δράση Gigabit Voucher για τις υπερυψηλές ταχύτητες σε συνδυασμό με την οικονομική δυσπραγία που έχει προέλθει από τις πληθωριστικές πιέσεις κρατούν τη χώρα μας στα χαμηλά πατώματα των ταχυτήτων.
Παρά το γεγονός ότι η ταχύτητα του δικτύου σταθερής έχει αυξηθεί σε ετήσια βάση φτάνοντας πλέον τα 70,79 Mbps τον Ιούνιο του 2025 έναντι των 49,41 Mbps τον Ιούνιο του 2024, η Ελλάδα βρίσκεται σταθερά στα χαμηλά πατώματα της κατάταξης ανάμεσα σε 182 χώρες, από την περσινή χρονιά αποδεικνύοντας πως η πρόοδος που καταγράφεται στη χώρα μας είναι πολύ μικρή ακόμα και αν τρέχουν σχέδια που πλησιάζουν τα 7 δισ. ευρώ.