Έναν από τους ισχυρότερους πυλώνες της εγχώριας οικονομίας συνεχίζει να αποτελεί η τουριστική βιομηχανία της Ελλάδας, ωστόσο τα τελευταία χρόνια αναδεικνύονται προκλήσεις σχετικά με τη βιωσιμότητα και την μακροπρόθεσμη αξία του ελληνικού τουριστικού προϊόντος.
Παρότι οι αφίξεις τουριστών καταγράφουν σταθερή άνοδο, τα συνολικά έσοδα δεν ακολουθούν αναλογικά αυξητική πορεία, γεγονός που γεννά εύλογα ερωτήματα ως προς την ποιοτική αναβάθμιση του προσφερόμενου τουριστικού μοντέλου.
Ειδικότερα, σύμφωνα με μελέτη της Eurobank με τίτλο «Πυλώνας τουρισμού: Βασικά χαρακτηριστικά, επίδραση στην οικονομία, προκλήσεις, ευκαιρίες και προτάσεις πολιτικής», διαπιστώνεται ότι ενώ αυξάνεται ο αριθμός των επισκεπτών, η μέση διάρκεια παραμονής και η μέση δαπάνη ανά ταξιδιώτη μειώνονται αισθητά.
Αυτή η τάση αποδίδεται εν μέρει στην αλλαγή της διεθνούς ζήτησης, αλλά και σε φαινόμενα όπως η περιβαλλοντική υποβάθμιση και η δυσκολία διατήρησης υψηλής ποιότητας υπηρεσιών εν μέσω μαζικής επισκεψιμότητας. Ως αποτέλεσμα, τίθεται εν αμφιβόλω η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του κλάδου.
Προς ένα διατηρήσιμο τουριστικό μοντέλο με έμφαση στην προστιθέμενη αξία
Η μελέτη προτείνει ως βασικό άξονα στρατηγικής την ενίσχυση της προστιθέμενης αξίας του τουρισμού μέσω της αύξησης της μέσης δαπάνης ανά επισκέπτη, αντί της μονοδιάστατης αύξησης των αφίξεων. Στο πλαίσιο αυτό, κρίσιμος θεωρείται ο σεβασμός και η ανάδειξη της πολιτιστικής κληρονομιάς και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών κάθε περιοχής, παράλληλα με τη διαφύλαξη του περιβάλλοντος και της αυθεντικότητας του προορισμού. Επιπλέον, επισημαίνεται η ανάγκη για στρατηγικές επενδύσεις σε βιώσιμες υποδομές και η ενδυνάμωση συνεργασιών με άλλους παραγωγικούς τομείς, λαμβάνοντας υπόψη τις παγκόσμιες τάσεις που διαμορφώνονται από κοινωνικούς, οικονομικούς και τεχνολογικούς παράγοντες – καθώς και τις προκλήσεις της κλιματικής αλλαγής.
Σταθερή αύξηση στις αφίξεις, αλλά μεταβολή στη δαπάνη και την παραμονή
Τα δεδομένα της Eurobank αποτυπώνουν ότι στην πενταετία 2020-2024, παρά τις πρωτοφανείς δυσκολίες λόγω πανδημίας και ενεργειακής κρίσης, οι ταξιδιωτικές εισπράξεις στην Ελλάδα επανήλθαν δυναμικά, φτάνοντας τα 21,6 δισ. ευρώ το 2024 (9,1% του ΑΕΠ), έναντι μόλις 4,3 δισ. ευρώ το 2020. Ωστόσο, σε σχέση με το 2019, η ποσοστιαία συμμετοχή στο ΑΕΠ παραμένει υπολειπόμενη, ενώ σε σταθερές τιμές οι εισπράξεις είναι κατά 1,6% χαμηλότερες. Από το 2011 έως το 2024 σημειώθηκε σταθερή άνοδος στις αφίξεις με μέσο ετήσιο ρυθμό 7,1%, ξεπερνώντας τα 40,7 εκατ. ταξιδιώτες το 2024. Παράλληλα όμως, η μέση δαπάνη ανά ταξιδιώτη μειώθηκε σημαντικά – από 640,4 ευρώ το 2010 στα 530,6 ευρώ το 2024 – και η μέση διάρκεια παραμονής υποχώρησε στις 5,9 διανυκτερεύσεις από 9,3.
Ο ετήσιος πληθωρισμός στον κλάδο εστίασης και ξενοδοχείων ήταν 1,9% την ίδια περίοδο, με αποτέλεσμα η πραγματική μέση ετήσια μεταβολή της δαπάνης ανά διανυκτέρευση να παραμένει στάσιμη, ενισχύοντας την ανάγκη για νέα αναπτυξιακή προσέγγιση που θα αυξάνει τη μέση αξία ανά επισκέπτη.
Εξέλιξη των αφίξεων και των εισπράξεων ανά γεωγραφική ενότητα
Η ανοδική πορεία των διεθνών αεροπορικών αφίξεων συνεχίστηκε και το πρώτο πεντάμηνο του 2025. Σύμφωνα με τα στατιστικά του ΙΝΣΕΤΕ, στο διάστημα Ιανουαρίου – Μαΐου καταγράφηκαν 6,3 εκατ. αφίξεις (+5,9% σε σχέση με το αντίστοιχο περσινό διάστημα), οι οποίες κατανέμονται κυρίως σε μεγάλους τουριστικούς προορισμούς όπως η Κρήτη (1 εκατ. αφίξεις, +5,6%), τα Δωδεκάνησα (786 χιλ., +3,3%) και τα Ιόνια Νησιά (547 χιλ., +5,2%). Εξαίρεση αποτελούν οι Κυκλάδες με μείωση 15,3% στις αφίξεις.
Αντίστοιχα, οι ταξιδιωτικές εισπράξεις το πρώτο τετράμηνο του 2025 αυξήθηκαν κατά 10,6% σε ετήσια βάση, φθάνοντας τα 2,157 δισ. ευρώ. Ιδιαίτερη δυναμική παρατηρείται στις αγορές εκτός ΕΕ, με ιδιαίτερη αύξηση των εσόδων από ΗΠΑ (+36,8%) και Ηνωμένο Βασίλειο (+23,4%). Οι εισπράξεις από τους επισκέπτες της ζώνης του ευρώ μειώθηκαν ελαφρώς, ενώ καταγράφηκαν διακυμάνσεις σε μεγάλες αγορές όπως η Γερμανία (+0,8%) και η Γαλλία (-25%).
Προτιμήσεις και τουριστική συμπεριφορά των Ευρωπαίων ταξιδιωτών
Η Ελλάδα εδραιώνει τη θέση της ανάμεσα στους πιο δημοφιλείς ευρωπαϊκούς προορισμούς. Σύμφωνα με στοιχεία της έρευνας του ΙΝΣΕΤΕ, η χώρα καταλαμβάνει την 3η θέση στις επιλογές Γερμανών και Γάλλων τουριστών και την 5η θέση στη βρετανική αγορά. Η ανοδική αυτή πορεία υποστηρίζεται από τη σταθερή προτίμηση των Ευρωπαίων ταξιδιωτών, αλλά και από τη σύνδεση της ελληνικής ταυτότητας με διακοπές που προσφέρουν αυθεντικότητα και ποικιλία εμπειριών.
Όσον αφορά το προφίλ και τις προσδοκίες των επισκεπτών, η πλειονότητα σχεδιάζει τα ταξίδια της αρκετούς μήνες νωρίτερα, δίνοντας έμφαση στις παραθαλάσσιες διακοπές και στα city-breaks. Οι περισσότεροι προτιμούν διαμονή σε ξενοδοχεία, χωρίς ωστόσο να λείπουν οι εναλλακτικές προτάσεις φιλοξενίας. Το αεροπλάνο παραμένει το βασικό μέσο μεταφοράς, κυρίως για ταξίδια διάρκειας έως 3 ωρών, ενώ οι διακοπές με σύντροφο ή οικογένεια είναι η επικρατέστερη επιλογή παρέας.
Σε σχέση με το οικονομικό σκέλος, η πλειονότητα των ταξιδιωτών δηλώνει διατεθειμένη να δαπανήσει ποσά μεταξύ 56-145 ευρώ ανά διανυκτέρευση, ανάλογα με την αγορά προέλευσης, με τάσεις ελαφράς αύξησης σε σύγκριση με προηγούμενες χρονιές.
Συμπεράσματα και προοπτικές
Παρά την ανθεκτικότητα και τη διαρκή δημοτικότητα του ελληνικού τουρισμού, τα δεδομένα υπογραμμίζουν την επιτακτική ανάγκη για υιοθέτηση ενός πιο ποιοτικού και βιώσιμου μοντέλου ανάπτυξης. Πρωτίστως, απαιτείται στροφή προς την ενίσχυση της πολιτιστικής και περιβαλλοντικής υπεραξίας, την αναβάθμιση των υποδομών και την καλλιέργεια ισχυρών συνεργειών με άλλους οικονομικούς τομείς.
Η παρακολούθηση των διεθνών τάσεων, η έξυπνη προσαρμογή σε μεταβαλλόμενες συνθήκες και η προώθηση της αυθεντικής ελληνικής εμπειρίας θα αποτελέσουν καθοριστικούς παράγοντες για τη διατήρηση της ανταγωνιστικότητας του τουριστικού προϊόντος της Ελλάδας στη νέα παγκόσμια πραγματικότητα.