Τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα σημειώνει αλλεπάλληλα ρεκόρ αφίξεων, τα οποία όμως δεν μεταφράζονται πάντα και σε έσοδα. Η αίτια πίσω από αυτό βρίσκεται στη μεταβολή του μοντέλου του ελληνικού τουρισμού, το οποίο στρέφεται σε περισσότερους τουρίστες, οι οποίοι όμως διαμένουν για μικρότερο χρονικό διάστημα στη χώρα και αφήνουν όλο και λιγότερα χρήματα.
Σύμφωνα με τη μελέτη της Eurobank με τίτλο «Πυλώνας τουρισμού: Βασικά χαρακτηριστικά, επίδραση στην οικονομία, προκλήσεις, ευκαιρίες και προτάσεις πολιτικής», την πενταετία 2020-2024, δηλαδή την περίοδο που περιλαμβάνει τη διαταραχή της πανδημίας, τη μεταπανδημική ανάκαμψη και πολλαπλές γεωπολιτικές εντάσεις, οι ταξιδιωτικές εισπράξεις στην Ελλάδα ανέκαμψαν ταχέως από το «σοκ» του COVID-19 το 2020, που έριξε τις εισπράξεις στα 4,3 δισ. ευρώ ή στο 2,6% του ΑΕΠ.
Συγκεκριμένα, το 2024 οι ταξιδιωτικές εισπράξεις ενισχύθηκαν στα 21,6 δισ. ευρώ ή στο 9,1% του ΑΕΠ, χωρίς όμως να καταφέρνουν να ξεπεράσουν τα προ πανδημίας επίπεδα ως ποσοστό του ΑΕΠ. Σε πραγματικούς όρους, ήτοι σε σταθερές τιμές, το απόλυτο μέγεθός τους ήταν μικρότερο κατά 1,6% σε σύγκριση με το 2019 (+18,8% σε ονομαστικούς όρους, ήτοι σε τρέχουσες τιμές).
Η μελέτη αποδίδει την άνοδο των ταξιδιωτικών εισπράξεων κυρίως στη συνιστώσα των αφίξεων, η οποία σημείωσε μέσο ετήσιο ρυθμό μεταβολής 7,1% και οδήγησε την εισερχόμενη ταξιδιωτική κίνηση στους 40,7 εκατ. ταξιδιώτες το 2024 (συμπεριλαμβανομένων των αφίξεων από κρουαζιέρα).
Υπογραμμίζει επίσης την ταυτόχρονη μείωση της μέσης δαπάνης των ταξιδιωτών, η οποία από 640,4 ευρώ το 2010, έπεσε στα 530,6 ευρώ το 2024, κάτι που αποδίδει στη μείωση της μέσης διάρκειας παραμονής των ταξιδιωτών στην Ελλάδα στις 5,9 διανυκτερεύσεις το 2024, από 9,3 το 2010. Παράλληλα, η μέση δαπάνη ανά διανυκτέρευση ανήλθε στα 89,7 ευρώ το 2024, από 68,6 ευρώ το 2010, καταγράφοντας έναν μέσο ετήσιο ρυθμό μεταβολής ίσο με 1,9%.
Αυτό το ποιοτικό χαρακτηριστικό αναδεικνύει μια διεθνή τάση, σύμφωνα με την οποία οι ταξιδιώτες δεν επιθυμούν πλέον να επισκέπτονται έναν μόνο προορισμό, αλλά πολλούς, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από την ισχυρή δυναμική που παρουσιάζουν τα city breaks τα τελευταία χρόνια.
Το στοίχημα λοιπόν, σύμφωνα και με τη μελέτη, δεν έγκειται στο να αυξηθεί κι’ άλλο ο αριθμός των αφίξεων, ο οποίος οδηγεί και σε υποβάθμιση του περιβάλλοντος και του επιπέδου παρεχόμενων υπηρεσιών, αλλά στο να γίνει μια ολική στροφή σε ένα πιο διατηρήσιμο τουριστικό μοντέλο, μέσω της αύξησης της δαπάνης ανά επισκέπτη.
«Αυτό με τη σειρά του προϋποθέτει την παραδοχή ότι η βιωσιμότητα του τουριστικού προϊόντος, σε κάθε προορισμό, συνδέεται με τη διατήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς και της παράδοσης κάθε τόπου, την προστασία του περιβάλλοντος και τη διατήρηση της ομορφιάς των φυσικών τοπίων. Αυτοί οι παράγοντες εγγυώνται την αυθεντικότητα της εμπειρίας. Αυτά δύσκολα είναι συμβατά με ένα μοντέλο μαζικού τουρισμού χαμηλής δαπάνης.
Επομένως, το κριτήριο με το οποίο πρέπει να δομείται το στρατηγικό σχέδιο για τη δημιουργία -δημόσιων και ιδιωτικών- υποδομών για την ανάπτυξη του τουριστικού προϊόντος, πρέπει να αποσκοπεί στην διατηρησιμότητα, καθώς και την εμπέδωση συμβιωτικών και συνεργατικών και όχι ανταγωνιστικών σχέσεων με άλλες οικονομικές δραστηριότητες.
Επιπροσθέτως, οι τουριστικές υπηρεσίες πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους και να προσαρμόζονται στις διεθνείς τάσεις που διαμορφώνονται στο κοινωνικό, οικονομικό, γεωπολιτικό και τεχνολογικό πεδίο, αλλά και στα νέα δεδομένα που δημιουργεί η κλιματική αλλαγή, έτσι ώστε να βελτιώνεται συνεχώς η εμπειρία του κάθε ταξιδιώτη», υπογραμμίζει η μελέτη.
Πώς θα γίνει η στροφή σε ένα ποιοτικότερο μοντέλου τουρισμού
Ο μετασχηματισμός του μοντέλου του τουρισμού είναι μια εξαιρετικά σύνθετη διαδικασία που θα επέβαλλε μεγάλες αλλαγές σε επιχειρηματικές πρακτικές, πολιτικές, επενδύσεις (δημόσιες και ιδιωτικές), αλλά και σε νοοτροπίες. Σημείο κλειδί σε αυτήν την προσπάθεια είναι η ενεργητική στήριξη (και αστυνόμευση) τέτοιων πολιτικών από το Κράτος, καθώς και η σύμπραξη των ανθρώπων του τουρισμού, οι οποίοι άλλωστε θα επωφεληθούν, έστω και βραχυπρόθεσμα, από αυτές τις πρωτοβουλίες.
Η μελέτη αναφέρει τις 10 σημαντικότερες δράσεις που θα μπορούσαν να οδηγήσουν το τουριστικό προϊόν της χώρας προς αυτήν την κατεύθυνση:
1. Αυστηρή και συστηματική τήρηση της νομοθεσίας για την αυθαίρετη δόμηση (απόσυρση παράνομων κτισμάτων, αποφυγή νομιμοποιήσεων) και ουσιαστικός περιορισμός και της -έως τώρα νόμιμης- εκτός σχεδίου δόμησης. Η χύδην δόμηση είναι ένας ανορθολογικός και χωροκατακτητικά επιθετικός τρόπος αξιοποίησης της γης και οδηγεί σε υποβάθμιση του φυσικού περιβάλλοντος, εξώθηση αγροτικών δραστηριοτήτων αλλά και επιδείνωση της στάθμης των τουριστικών εσόδων. Οι σχετικές δράσεις είναι ίσως η υψηλότερη προτεραιότητα δεδομένου ότι η χύδην δόμηση δεν αναστρέφεται και μπορεί να καταστρέψει έναν τουριστικό προορισμό, ίσως και οριστικά.
2. Θέσπιση και συνεπής τήρηση της νομοθεσίας για την χωροθέτηση των μονάδων φιλοξενίας και εστίασης και την εναρμόνιση τους με το φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον. Απόσυρση ή τροποποίηση μονάδων που παραβιάζουν αυτόν τον κανόνα, είτε με εφαρμογή της νομοθεσίας όπου υπάρχουν παραβάσεις, είτε με οικονομικά κίνητρα όπου οι παρεκκλίσεις είναι νομότυπες (ή εκ των υστέρων νομιμοποιημένες).
3. Προτεραιοποίηση από τους επιχειρηματίες του τουρισμού και την Πολιτεία ανέγερσης ξενοδοχειακών μονάδων υψηλότερης στάθμης και αναβάθμιση των υφιστάμενων. Κάποια πρώτα βήματα έχουν γίνει: ο αριθμός των 5άστερων ξενοδοχείων της χώρας έχει αυξηθεί κατά 37% την τελευταία πενταετία 2019-2024, και των 4στερων κατά 14%, ενώ οι μονάδες 1 και 2 αστέρων μειώθηκαν. Οι τράπεζες παρέχουν χρηματοδοτική στήριξη σε αυτή την κατεύθυνση.
4. Αναβάθμιση των υποδομών που στηρίζουν τον ποιοτικό και όχι τον μαζικό τουρισμό: δρόμοι, μαρίνες, γρήγορο διαδίκτυο, διαχείριση ενέργειας, νερού και απορριμμάτων, υπογειοποίηση καλωδίων δικτύων, προστασία παραδοσιακών οικισμών, ανάδειξη μνημείων και μουσείων, πολιτιστικές εκδηλώσεις, χιονοδρομικά κέντρα κ.λπ.
5. Γενικότερα, δράσεις εξωραϊσμού του αστικού και φυσικού περιβάλλοντος: ό,τι είναι ωραίο για τους κατοίκους είναι και για τους επισκέπτες.
6. Κατάρτιση και αναβάθμιση δεξιοτήτων. Ο ποιοτικός τουρισμός απαιτεί υψηλής στάθμης προσωπικό (και αντίστοιχα δημιουργεί πιο καλοπληρωμένες θέσεις εργασίας).
7. Συγκεκριμένα κίνητρα για εναλλακτικές μορφές τουρισμού με μεγαλύτερη προστιθέμενη αξία: επισκέπτες υγείας, πολιτιστικός και θρησκευτικός τουρισμός, αγροτουρισμός, city breaks. Η οικονομετρική εκτίμηση που περιέχεται σε αυτή τη μελέτη δείχνει ότι με την προτεραιοποίηση συγκεκριμένης κατεύθυνσης -και γεωγραφικού προσανατολισμού- επενδυτικών έργων, ο ελληνικός τουρισμός θα μπορούσε να επιτύχει καλύτερη χωρική και χρονική κατανομή των τουριστικών εσόδων, δηλαδή καλύτερη διασπορά των οφελών (αλλά και των παράπλευρων κοστών) μεταξύ ηπειρωτικής και νησιωτικής χώρας και επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου αντίστοιχα.
8. Στήριξη πρακτικών αειφορίας και σχετικών πρωτοβουλιών για τον πράσινο και ψηφιακό μετασχηματισμό των επιχειρήσεων (αλλά και αποφυγή κινήτρων που φαντάζουν προσχηματικά για την αύξηση της δομημένης επιφάνειας). Στροφή προς μια κυκλική οικονομία και προστασία της βιοποικιλότητας και του οικοσυστήματος.
9. Επιβολή περιορισμών στις τουριστικές μισθώσεις. Οι βραχυχρόνιες μισθώσεις είναι και θα εξακολουθήσουν να είναι μέρος του πακέτου υπηρεσιών που προσφέρει η χώρα αλλά πρέπει να επιστρέψουν στον σκοπό για τον οποίον δημιουργήθηκαν: την οικονομία διαμοιρασμού, ήτοι κατοικίες τις οποίες οι ιδιοκτήτες τους τις χρησιμοποιούν κυρίως οι ίδιοι και τις υπενοικιάζουν για κάποιες λίγες ημέρες, όταν δεν τις χρησιμοποιούν, με στόχο να χρηματοδοτήσουν κάποια από τα έξοδά τους και πιθανώς να κάνουν και ο ίδιοι διακοπές κάπου αλλού. Μια κατοικία η οποία ενοικιάζεται για 10 ή 11 μήνες τον χρόνο δεν εντάσσεται στην ιδέα της οικονομίας του διαμοιρασμού, αλλά αποτελεί μια κανονική οικονομική δραστηριότητα για προσπορισμό κέρδους και πρέπει, να επιτρέπεται ασφαλώς, αλλά να αντιμετωπίζεται ως τέτοια. Ειδάλλως, οι τουριστικές μισθώσεις επωφελούνται από φορολογικό και κανονιστικό αρμπιτράζ έναντι των επίσημων τουριστικών μονάδων, νοθεύοντας τον ανταγωνισμό. Αυτή η πρακτική, περαιτέρω, δημιουργεί πολύ ισχυρό κίνητρο οικοδόμησης σε τουριστικές περιοχές, και δη εκτός σχεδίου, υποβαθμίζοντας το τοπίο. Τέλος, η χρήση οικιστικών ακινήτων για εμπορικούς σκοπούς μπορεί να αφαιρεί, ακίνητα από την αγορά των μακροχρόνιων μισθώσεων, οξύνοντας το στεγαστικό πρόβλημα.
10. Εφαρμογή μέτρων για την προστασία του τουρισμού από τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής. Ενδεικτικά, ενθάρρυνση των αφίξεων εκτός περιόδων υψηλής θερμοκρασίας, αποφυγή οικοδόμησης κοντά στο επίπεδο του αιγιαλού ή σε άλλες ευαίσθητες περιοχές (ρέματα, εντός δασικών εκτάσεων κτλ), αναβάθμιση ενεργειακής αποδοτικότητας των τουριστικών μονάδων, φυτεύσεις.