Συνεχή αύξηση σημειώνει τα τελευταία χρόνια ο καθαρός πλούτος των Ελληνικών νοικοκυριών, δηλαδή η αξία της κινητής και ακίνητης περιουσίας τους μετά την αφαίρεση των χρεών. Όμως, ακόμη δεν έχουν καταφέρει να καλύψουν πλήρως τις βαρύτατες απώλειες από τη μεγάλη οικονομική κρίση, που μείωσε περισσότερο από 30% τον πλούτο τους, κυρίως εξαιτίας της καθίζησης των τιμών των ακινήτων.
Τα στοιχεία που τηρεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και ανατρέχουν ως το 2009 αποκαλύπτουν τη διαδρομή των ελληνικών νοικοκυριών από τη μεγάλη καταστροφή πλούτου στη διάρκεια της κρίσης στην ανάκαμψη των τελευταίων ετών.
Όπως φαίνεται στο γράφημα της ΕΚΤ, ο μέσος καθαρός πλούτος (median net wealth of households) ήταν περίπου 145.000 ευρώ το 2009. Σημειώνεται ότι το 2008 οι τιμές των ακινήτων, που επηρεάζουν περίπου κατά τα 2/3 τον πλούτο των νοικοκυριών, είχαν ανέλθει σε επίπεδα ρεκόρ.
Από αυτό το σημείο, εξελίχθηκε μια πρωτοφανής, σε καιρό ειρήνης, καταστροφή πλούτου, που βύθισε τον μέσο καθαρό πλούτο σε επίπεδα κάτω των 100.000 ευρώ. Μετά το 2021 άρχισε μια αρκετά γρήγορη πορεία αποκατάστασης, που έφερε τον μέσο καθαρό πλούτο πάνω από τα 130.000 ευρώ, καθώς αυξήθηκαν γρήγορα οι τιμές των ακινήτων και, δευτερευόντως, η κινητή περιουσία των Ελλήνων (καταθέσεις, ομόλογα κ.λπ.).
Όμως, ακόμη και μετά την αύξηση αυτή, ο πλούτος απέχει σχεδόν 10% από τα επίπεδα του 2009 και έχει επανέλθει στα επίπεδα όπου βρισκόταν στην αρχή της κρίσης, το 2011. Με τους ρυθμούς αύξησης που παρατηρούνται τα τελευταία χρόνια, πιθανότατο το 2025 ή το 2026 το... ρολόι του πλούτου των νοικοκυριών θα γυρίσει πίσω στο 2009, δηλαδή θα έχουν καλυφθεί όλες οι απώλειες από τη μεγάλη κρίση.
Μέσος καθαρός πλούτος των νοικοκυριών στην Ελλάδα (πηγή: ΕΚΤ)

Όπως επισημαίνει η Τράπεζα της Ελλάδος στην τελυταία έκθεση για τη Χρηματοπιστωτική Σταθερότητα, ο προσαρμοσμένος καθαρός πλούτος ανά κάτοικο στην Ελλάδα για το γ΄ τρίμηνο του 2024 αυξήθηκε κατά 9,3% έναντι του γ΄ τριμήνου του 2023. Το μεγαλύτερο μέρος αυτής της αύξησης προήλθε από την άνοδο τιμών των κατοικιών, που αντιστοιχούν στα δύο τρίτα (67,8%) του καθαρού πλούτου των Ελλήνων.
Όσον αφορά τα χρέη, που αφαιρούνται από τον πλούτο για να φθάσουμε στον δείκτη του καθαρού πλούτου, ως ποσοστό της αξίας των περιουσιακών στοιχείων, ήταν μόλις 8,8%, με μια μείωση κατά 0,8% σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2023, όταν στην ευρωζώνη το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 10,8%.
Πλουσιότεροι κατά 226 δισ.
Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη της Alpha Bank, πλουσιότεροι κατά 226 δισ. ευρώ έγιναν σε 2,5 χρόνια οι Έλληνες, τουλάχιστον όσοι κατέχουν κάποια κινητή ή ακίνητη περιουσία, λαμβάνοντας ένα αρκετά ικανοποιητικό μέρισμα από τη σταθεροποίηση της οικονομίας και την ανάπτυξή της, ενώ την προηγούμενη δεκαετία η μεγάλη κρίση είχε εξαϋλώσει την αξία των περιουσιών τους και τέθηκαν σε κίνδυνο ακόμη και οι τραπεζικές καταθέσεις.
Στοιχεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας αποκαλύπτουν πώς αυξήθηκε δυναμικά ο καθαρός πλούτος των ελληνικών νοικοκυριών από το 2022 και μετά, δηλαδή αφού είχε κλείσει ο κύκλος της μεγάλης οικονομικής κρίσης και η οικονομία άρχισε να βρίσκει τον βηματισμό της μετά το σοκ της πανδημίας.
Τα στοιχεία της ΕΚΤ δείχνουν ότι ο καθαρός πλούτος αυξήθηκε εντυπωσιακά από την αρχή του 2022 ως το τέλος του β' τριμήνου του 2024. Ειδικότερα, ανήλθε στα 956 δισ. ευρώ, σημειώνοντας μια αύξηση κατά 31% μέσα σε 2,5 χρόνια. Δηλαδή, προκύπτει μια αύξηση, σε απόλυτα ποσά, κατά 226 δισ. ευρώ, ποσό που ξεπερνά το ΑΕΠ της χώρας.
Το σπουδαιότερο περιουσιακό στοιχείο, στο οποίο εξακολουθούν να δίνουν τη μεγαλύτερη βαρύτητα οι Έλληνες είναι τα ακίνητα, δηλαδή κυρίως το... κεραμίδι στο κεφάλι, η ιδιόκτητη πρώτη κατοικία.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΚΤ, σχεδόν το 70% της αξίας της περιουσίας των Ελλήνων (68%, για την ακρίβεια) καλύπτεται από την αξία του μη χρηματοοικονομικού πλούτου, δηλαδή από τα ακίνητα. Η αξία των ακινήτων μέσα σε 2,5 χρόνια αυξήθηκε κατά 32%, σε μια αγορά βεβαίως που στρεβλώνεται από την έλλειψη επαρκούς προσφοράς και τις σημαντικές εισροές ξένων επενδύσεων.
Στην Ελλάδα η κατανομή του πλούτου φαίνεται ότι είναι πιο δίκαιη σε σχέση με την ευρωζώνη. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΚΤ για το δεύτερο τρίμηνο του 2024, το «φτωχότερο» (με κριτήριο τον καθαρό πλούτο) 50% στην ευρωζώνη κατείχε μόλις το 5% του συνολικού καθαρού πλούτου, με το αντίστοιχο ποσοστό στην Ελλάδα να διαμορφώνεται στο 12%. Επιπρόσθετα, το «πλουσιότερο» 10% στην ευρωζώνη κατείχε το 57% του συνολικού καθαρού πλούτου (Ελλάδα: 45%) και το υπόλοιπο 40% στην ευρωζώνη κατείχε το 38% του συνολικού καθαρού πλούτου (Ελλάδα: 44%).
Οι τιμές των κατοικιών
Σχολιάζοντας την αύξηση τιμών των κατοικιών στην Ελλάδα, που αποτελεί και την κινητήρια δύναμη για την αύξηση του πλούτου των νοικοκυριών, η Eurobank σχολίαζε σε πρόσφατη μελέτη ότι οι τιμές των κατοικιών έχουν φθάσει σε ονομαστικούς όρους πολύ κοντά στα επίπεδα ρεκόρ του 2008, αλλά σε πραγματικούς όρους εξακολουθούν να έχουν απόσταση.
Κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους, ανέφερε η Eurobank, οι τιμές των κατοικιών στην Ελλάδα συρρικνώθηκαν με υψηλό ρυθμό. Αυτή η εξέλιξη οδήγησε σε μείωση του καθαρού πλούτου των νοικοκυριών (negative wealth effect) και σε πτώση της αξίας στοιχείων του ενεργητικού των εγχώριων νομισματικών και χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων (ΝΧΙ), ωθώντας σε περαιτέρω συρρίκνωση της ζήτησης και του παραγόμενου προϊόντος της οικονομίας (μηχανισμός μετάδοσης της πτώσης των τιμών των κατοικιών στην πραγματική οικονομία).
Αναλυτικά, ο ονομαστικός δείκτης τιμών διαμερισμάτων από την κορυφή των 101,7 μονάδων το 2008 μειώθηκε στον πυθμένα των 59,0 μονάδων το 2017 (-42,0%), ενώ ο αντίστοιχος δείκτης σε πραγματικούς όρους, από την κορυφή των 100 μονάδων το 2007, μειώθηκε στον πυθμένα των 56,8 μονάδων το 2017 (-43,2%).
Από το 2018, οι τιμές των διαμερισμάτων ακολουθούν ανοδική τροχιά. Το 2024 αποτέλεσε το 7ο έτος στη σειρά αύξησης των tιμών των διαμερισμάτων (σωρευτικά +70,1%) με τον εν λόγω δείκτη να υπολείπεται μόλις κατά 1,3% σε σύγκριση με το προ κρίσης χρέους μέγιστο επίπεδό του.
Ωστόσο, σε πραγματικούς όρους, ήτοι λαμβάνοντας υπόψιν τον σωρευτικό πληθωρισμό που μεσολάβησε, η αντίστοιχη σωρευτική αύξηση είναι αρκετά μικρότερη (+44,7%), με τον πραγματικό δείκτη τιμών διαμερισμάτων να υπολείπεται κατά 17,7% σε σύγκριση με την κορυφή του 2007. Αυτό το μέγεθος είναι σχετικά κοντά στην απόκλιση που παρουσιάζει το πραγματικό ΑΕΠ σε σύγκριση με το προ κρίσης χρέους μέγιστο επίπεδό του (-15,1%).