Πανάκριβα πλήρωσε φορολογούμενος τη μη υποβολή φορολογικής δήλωσης και την απόκρυψη τραπεζικών καταθέσεων, γεγονός που έδωσε το δικαίωμα στην Εφορία να του καταλογίσει φόρους και πρόστιμα άνω των 600.000 ευρώ, που ξεπερνούν το 86% των αδήλωτων ποσών.
Αξιοσημείωτο είναι πως ο καταλογισμός των φόρων και των προστίμων έγινε το 2024, μετά από 15 χρόνια, χωρίς, όπως αποδεικνύεται, να τίθεται θέμα παραγραφής του δικαιώματος της ΑΑΔΕ να επιβάλει φόρους και πρόστιμα.
Ο συγκεκριμένος φορολογούμενος τέθηκε στο στόχαστρο του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος το 2018, καθώς υπήρχαν ισχυρές ενδείξεις φοροδιαφυγής, μέσω των κινήσεων του τραπεζικού του λογαριασμού (σε ελληνική τράπεζα) και δεν είχε υποβάλει φορολογικές δηλώσεις.
Ο Εισαγγελέας ζήτησε να διερευνηθεί η δραστηριότητα του φορολογούμενου από τη Διεύθυνση Ερευνών Οικονομικού Εγκλήματος και βρέθηκε στους τραπεζικούς του λογαριασμούς το ποσό των 705.230,05 ευρώ, το οποίο σχηματίστηκε από οκτώ πιστώσεις που έλαβαν χώρα το έτος 2009.
Ο έλεγχος ολοκληρώθηκε το 2024 και η υπόθεση παραπέμφθηκε στο Κέντρο Ελέγχου Φορολογουμένων Μεγάλου Πλούτου. Τον Αύγουστο του 2024, το ΚΕΦΟΜΕΠ ζήτησε από τον φορολογούμενο να δικαιολογήσει τα ποσά που βρέθηκαν στον τραπεζικό του λογαριασμό, αλλά στο υπόμνημα που απέστειλε τον Οκτώβριο, δεν κατάφερε να δικαιολογήσει τις ανωτέρω πιστώσεις.
Στο πλαίσιο αυτό, ο έλεγχος χαρακτήρισε το συνολικό ποσό των 705.230,05 ευρώ ως «εισόδημα από προσαύξηση περιουσίας» και με την Οριστική Πράξη Διορθωτικού Προσδιορισμού Φόρου Εισοδήματος, που εξέδωσε στις 29 Οκτωβρίου το Κ.Ε.ΦΟ.ΜΕ.Π. καταλογίστηκαν για το οικονομικό έτος 2010 (χρήση 2009) τα ακόλουθα ποσά:
- φόρος εισοδήματος ποσού 273.092,02 ευρώ
- πλέον προσαύξησης λόγω μη υποβολής ύψους 327.710,42 ευρώ και
- έκτακτη οικονομική εισφοράς (άρθ. 5 ν.3833/2010) ύψους 7.052,30 ευρώ.
Το σύνολο των φόρων, των προστίμων και των προσαυξήσεων εκτοξεύτηκε στο ποσό των 607.854,74 ευρώ, που ανέρχεται στο 86,2% του συνολικού ποσού των καταθέσεων που βρέθηκαν στον λογαριασμό του.
Γιατί δεν παραγράφηκε η υπόθεση
Το ενδιαφέρον της υπόθεσης είναι πως το αδίκημα της φοροδιαφυγής δεν παραγράφηκε στην πενταετία, ούτε καν στη δεκαετία, αλλά οι φόροι καταλογίστηκαν μετά από σχεδόν 15 χρόνια.
Στην ενδικοφανή προσφυγή που υπέβαλε στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών, ο φορολογούμενος επικαλέστηκε την παραγραφή του δικαιώματος της εφορίας να του καταλογίσει τους φόρους για το 2009, καθώς και το ότι την επίμαχη περίοδο ήταν «φορολογικός κάτοικος εξωτερικού» και φορολογείται στην Ελλάδα μόνο για το πραγματικό εισόδημα που αποκτά στην Ελλάδα.
Όπως επισημαίνει στην απόφασή της (503/4-3-2025) η ΔΕΔ, «για σκοπούς φορολογίας εισοδήματος της χρήσης 2009, ίσχυσε η 15ετής παραγραφή που προβλέπεται στην παρ. 5 του άρθ. 84 του ν.2238/1994, δεδομένου ότι ο προσφεύγων δεν είχε υποβάλει Δήλωση Φορολογίας Εισοδήματος».
Δηλαδή, εάν είχε υποβάλλει φορολογική δήλωση το 2010 για τα εισοδήματα του 2009 και δεν είχε δηλώσει τις τραπεζικές του καταθέσεις, εάν η εφορία δεν τις έβρισκε έως το τέλος του 2015, θα είχαν παραγραφεί και θα απέφευγε τον βαρύ «λογαριασμό».
Σημειώνεται, πως ο χρόνος παραγραφής των φορολογικών υποθέσεων είναι 5 χρόνια και επιμηκύνεται στα 10 χρόνια εάν βρεθούν «συμπληρωματικά» στοιχεία. Όμως στα «συμπληρωματικά» στοιχεία δεν εντάσσονται οι κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμών.
Τέλος, η ΔΕΔ απέρριψε και τον ισχυρισμό του ότι, ως φορολογικός κάτοικος εξωτερικού, δεν όφειλε να υποβάλει φορολογική δήλωση στην Ελλάδα και επικύρωσε τους φόρους και τα πρόστιμα που είχε καταλογίσει το ΚΕΦΟΜΕΠ.
Η τελευταία ελπίδα του φορολογούμενου πλέον είναι μια προσφυγή στα φορολογικά δικαστήρια.