Με τα συνεχή κύματα καύσωνα και τις αυξανόμενες θερμές ημέρες να αποτελούν πλέον τη νέα κανονικότητα στην Ελλάδα και την Ευρώπη, τα δεδομένα για τις κοινωνίες, τις επιχειρήσεις και τις οικονομίες αλλάζουν ριζικά.
Οι επιστήμονες προειδοποιούν όλο και συχνότερα για τους κινδύνους που συνεπάγονται οι παρατεταμένες περίοδοι ακραίας ζέστης, ενώ η φετινή θερμική περίοδος αναδεικνύει το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής ως κρίσιμο παράγοντα για το μέλλον.
Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα των επιστημόνων του Imperial College London και του London School of Hygiene and Tropical Medicine, περίπου 2.300 άτομα ενδέχεται να έχασαν τη ζωή τους από αιτίες συνδεδεμένες με τον καύσωνα σε 12 ευρωπαϊκές πόλεις κατά το δεκαήμερο 23 Ιουνίου έως 2 Ιουλίου – με 1.500 από αυτούς τους θανάτους να αποδίδονται άμεσα στην κλιματική αλλαγή. Στην Αθήνα καταγράφηκαν 96 τέτοια περιστατικά, στοιχείο που αποτυπώνει τη σοβαρότητα αυτής της εξέλιξης.
Ιστορικά υψηλές θερμοκρασίες και οι μακροπρόθεσμες συνέπειές τους
Ο Ιούνιος του 2025 καταγράφηκε ως ο δεύτερος πιο θερμός μήνας των τελευταίων 16 ετών στην Ελλάδα, όπως αποκαλύπτουν τα στοιχεία του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών (meteo.gr). Όπως εξηγεί στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο Δρ. Κώστας Λαγουβάρδος, Διευθυντής Ερευνών του ΙΕΠΒΑ, η συστηματική εμφάνιση καυσώνων μεγάλης διάρκειας τα τελευταία 4-5 χρόνια είναι ανησυχητική τάση και όχι τυχαίο φαινόμενο.
Ακόμη κι αν η περσινή χρονιά θεωρήθηκε «ακραία», όπως δηλώνει ο κ. Λαγουβάρδος, αυτό δεν συνεπάγεται βελτίωση της κατάστασης το 2025. Αντιθέτως, η διαρκής αύξηση των μηνιαίων θερμοκρασιών και των θερμών περιόδων αποτελεί ένδειξη πως η κλιματική κρίση μεταφράζεται σε κανονικότητα περισσότερων και εντονότερων καταπονήσεων για τους πολίτες και την οικονομία.
Η υγεία και η ανθεκτικότητα των πληθυσμών υπό δοκιμασία
Η υψηλή θερμική επιβάρυνση πλήττει κυρίως ευπαθείς ομάδες αλλά και όσους εργάζονται σε υπαίθριες ή δυσμενείς συνθήκες. Η Ελένη Μυριβήλη, επικεφαλής της Αντιμετώπισης Αστικής Υπερθέρμανσης στα Ηνωμένα Έθνη, τονίζει πως δεν πρέπει να θεωρούμε τις συχνές περιόδους ζέστης ως «κανονικότητα» ή να πέφτουμε στην παγίδα της ψευδαίσθησης «δροσιάς».
Όπως υπογραμμίζει, «η υγεία και η διαβίωσή μας πρέπει να προστατευτούν από πολιτικές και μέτρα που θα ενισχύσουν τη βιωσιμότητα και θα προστατεύσουν την οικονομία της χώρας».
Έρευνες δείχνουν πως τα πρώιμα επεισόδια καύσωνα, ειδικά όταν εμφανίζονται την άνοιξη, προκαλούν μεγαλύτερο «σοκ» στον ανθρώπινο οργανισμό, αυξάνοντας τα ποσοστά θνησιμότητας. Μόνο η σταδιακή αύξηση της θερμοκρασίας επιτρέπει στον οργανισμό να εγκλιματιστεί στις συνθήκες του καλοκαιριού. Το σύστημα προειδοποίησης HEAT-ALARM, που τέθηκε πιλοτικά σε εφαρμογή το 2024, κατέγραψε δεκάδες ημέρες μέτριας έως υψηλής θερμικής επιβάρυνσης σε πολλές περιοχές της Ελλάδας.
Επιπτώσεις στον εργασιακό και αστικό τομέα
Η έκθεση των εργαζομένων σε ακραίες θερμοκρασίες γίνεται ολοένα και πιο συχνή και επικίνδυνη. Η επικεφαλής του UN Habitats σημειώνει την ανάγκη καταγραφής των εργατικών ατυχημάτων και περιστατικών που σχετίζονται με τη ζέστη, κάτι που δεν συμβαίνει ακόμη επαρκώς στην Ελλάδα.
Παράλληλα, αναδεικνύεται το ζήτημα των προδιαγραφών κτιρίων και του χωροταξικού σχεδιασμού: Απαιτούνται νέοι κανόνες για δόμηση, πλατείες, πάρκα, δημόσιους χώρους και εργασιακούς χώρους που να θωρακίζουν την υγεία και το εισόδημα, μειώνοντας τον κίνδυνο από την άνοδο της θερμοκρασίας. «Όπως έχουν προβλεφθεί κανόνες για την αντισεισμικότητα, αντίστοιχα χρειαζόμαστε ρυθμίσεις για τη σκίαση, τη δροσιά και την πρόληψη της θερμικής καταπόνησης» αναφέρει χαρακτηριστικά.
Στο φόντο αυτών των αλλαγών, η πρόληψη και η μακροπρόθεσμη σχεδίαση για ζητήματα όπως η λειψυδρία, η ξηρασία και η προσαρμογή των υποδομών, καθίσταται επιτακτική. Χρειάζονται θεσμικές μεταρρυθμίσεις που θα διασφαλίζουν ανθεκτικότητα στην οικονομία και κοινωνική προστασία, με έμφαση στον εργασιακό τομέα και τον δημόσιο χώρο.
Καθώς η κλιματική αλλαγή επιταχύνεται, γίνεται σαφές ότι η προσαρμογή σε συνθήκες υψηλών θερμοκρασιών δεν είναι απλά θέμα «συνήθειας», αλλά ζωτικής σημασίας για την υγεία, την παραγωγικότητα και τη βιωσιμότητα της ελληνικής οικονομίας – και απαιτεί συντονισμένες παρεμβάσεις τόσο σε εθνικό όσο και σε τοπικό επίπεδο.