Μέτρια προς καλή χαρακτηρίζεται η φετινή παραγωγή ελαιολάδου στην Ελλάδα, με τον όγκο να εκτιμάται μεταξύ 200.000 και 250.000 τόνων. Η συνολική εικόνα δεν παρουσιάζει σημαντικές διαφορές σε σχέση με την περσινή χρονιά, αν και ορισμένες περιοχές καταγράφουν μικρή μείωση, ενώ άλλες εμφανίζουν ελαφρώς αυξημένη απόδοση.
Όπως δήλωσε ο πρόεδρος της Εθνικής Διεπαγγελματικής Οργάνωσης Ελαιολάδου, Μανώλης Γιαννούλης, στο Αθηναϊκό - Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, "σε άλλες περιοχές η κατάσταση είναι καλύτερη, σε άλλες χειρότερη". Η διακύμανση αυτή αποδίδεται στις κλιματικές συνθήκες και στη φυσική εναλλαγή της καρποφορίας της ελιάς. Ειδικά για την Κρήτη, ανέφερε ότι φέτος η παραγωγή είναι ελαφρώς μειωμένη σε σχέση με πέρυσι, κυρίως λόγω των βροχοπτώσεων, των χαμηλών θερμοκρασιών και της ανθοφορίας, καθώς "το λιόδεντρο δεν μπορεί να δώσει δύο συνεχόμενες χρονιές μεγάλη παραγωγή".
Ο κ. Γιαννούλης εκτιμά ότι σαφή εικόνα για την τελική παραγωγή θα υπάρχει προς το τέλος Φεβρουαρίου με αρχές Μαρτίου. Επισήμανε, ωστόσο, πως "στην Ελλάδα δεν έχουμε επίσημη καταγραφή της παραγωγής. Τα στοιχεία που αναφέρονται είναι πάντα εκτιμήσεις".
Σε ό,τι αφορά τις τιμές, η φετινή χρονιά αναμένεται να είναι "ήσυχη" χωρίς μεγάλες διακυμάνσεις. Ο πρόεδρος της ΕΔΟΕ σημείωσε ότι δεν θα παρατηρηθούν τα ιστορικά χαμηλά των προηγούμενων ετών, καθώς η παραγωγή στη Μεσόγειο είναι μέτρια προς καλή και δεν υπάρχει υπερπαραγωγή. Το ισοζύγιο προσφοράς και ζήτησης παραμένει σταθερό.
Οι τιμές παραγωγού αυτή την περίοδο κυμαίνονται μεταξύ 4 και 5 ευρώ το κιλό και αναμένεται να διατηρηθούν σε αυτά τα επίπεδα. Στα ράφια των σούπερ μάρκετ, το ελαιόλαδο διατίθεται μεταξύ 7 και 8 ευρώ το κιλό. "Φαίνεται ότι θα είναι μια ήρεμη χρονιά, χωρίς ακραίες διακυμάνσεις. Υπάρχει επάρκεια προϊόντος και σταθερότητα στην αγορά", τόνισε ο κ. Γιαννούλης.
Κόστος παραγωγής και κλιματική αλλαγή: Οι μεγάλες προκλήσεις
Σύμφωνα με τον πρόεδρο της ΕΔΟΕ, δύο είναι τα βασικά προβλήματα που αντιμετωπίζει ο κλάδος: το υψηλό κόστος παραγωγής και οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής. Το κόστος παραγωγής παραμένει ιδιαίτερα υψηλό λόγω του τρόπου καλλιέργειας, καθώς οι ελιές βρίσκονται σε μειονεκτικά, πετρώδη και επικλινή εδάφη, συχνά ξερικά, με τους παραγωγούς να εξαρτώνται από τις βροχοπτώσεις.
Η μείωση των βροχοπτώσεων και οι ήπιοι χειμώνες επιδεινώνουν την κατάσταση, αφού "η ελιά χρειάζεται κρύο και νερό για να αναπτυχθεί σωστά. Όταν αυτά λείπουν, έχουμε πρόβλημα", σημείωσε ο κ. Γιαννούλης. Επιπλέον, το υψηλό κόστος συλλογής αποτελεί σημαντικό εμπόδιο, καθώς η εκμηχάνιση της συγκομιδής δεν είναι εφικτή στην Ελλάδα, σε αντίθεση με χώρες όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία. Το ημερομίσθιο έχει διπλασιαστεί τα τελευταία χρόνια και οι εργάτες είναι δυσεύρετοι.
Για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής ελαιοκαλλιέργειας, ο κ. Γιαννούλης υπογράμμισε την ανάγκη για συντονισμένες προσπάθειες, επενδύσεις και καλύτερη οργάνωση. Ανέφερε χαρακτηριστικά ότι "η διαδικασία για να γίνει ανταγωνιστικό το προϊόν είναι μακροχρόνια και κοστοβόρα. Χρειάζονται κεφάλαια και οργάνωση - στοιχεία που δυστυχώς λείπουν", ενώ αναγνώρισε πως υπάρχουν αξιόλογες μεμονωμένες προσπάθειες επιχειρήσεων.
Αύξηση της τυποποίησης στις εξαγωγές
Θετική εξέλιξη καταγράφεται στον τομέα της τυποποίησης για τις εξαγωγές ελληνικού ελαιολάδου. Σύμφωνα με τον πρόεδρο της ΕΔΟΕ, τα τελευταία χρόνια οι εξαγωγές τυποποιημένου ελαιολάδου αυξήθηκαν από 20-25 χιλιάδες τόνους σε σχεδόν 40 χιλιάδες τόνους, γεγονός που υποδηλώνει σημαντική προοπτική για τον κλάδο.