Η πρόσφατη εκλογική νίκη του Ζόραν Μαμντάνι στη Νέα Υόρκη, σε συνδυασμό με τις επιτυχίες των Δημοκρατικών Μίκι Σέριλ στο Νιου Τζέρσεϊ και Αμπιγκεϊλ Σπάνμπεργκερ στη Βιρτζίνια, δίνει ώθηση στις αντιτραμπικές δυνάμεις στις ΗΠΑ. Ωστόσο, τα αποτελέσματα αυτά δημιουργούν ένα στρατηγικό δίλημμα για το Δημοκρατικό Κόμμα.
Καθώς πλησιάζουν οι ενδιάμεσες εκλογές του Νοεμβρίου 2026, το κόμμα καλείται να αξιοποιήσει αυτές τις επιτυχίες, προσελκύοντας τους νέους ριζοσπάστες ψηφοφόρους, χωρίς να αποξενώσει τους boomers και τους υποστηρικτές των πρώην προέδρων Κλίντον και Ομπάμα.
Ο Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος τόνισε πως αν ήταν υποψήφιος δεν θα έχανε, σχεδιάζει να παρουσιάσει τον Μαμντάνι και την αριστερά ως απειλή, θέλοντας να κινητοποιήσει τους συντηρητικούς ψηφοφόρους. Το μήνυμά του είναι σαφές: "στ’ αλήθεια σκοπεύετε να επενδύσετε σε ένα κόμμα που στέλνει στο δημαρχείο της Νέας Υόρκης έναν γενειοφόρο σοσιαλιστή που 'τσιτάρει' Καρλ Μαρξ;"
Σύμφωνα με δημοσκοπήσεις του Cato Institute, το 40% των Αμερικανών ψηφοφόρων διατηρεί θετική άποψη για τον δημοκρατικό σοσιαλισμό, ενώ το ποσοστό εμπιστοσύνης στις αξίες της ελεύθερης αγοράς υποχωρεί κάτω από το 59%. Στη Γενιά Ζ, τα αντίστοιχα ποσοστά φθάνουν το 62% και 40% αντίστοιχα.
Το κατεστημένο του Δημοκρατικού Κόμματος παρακολουθεί προσεκτικά το ντεμπούτο του Μαμντάνι. Ενδεικτικό είναι πως ο γερουσιαστής Τσακ Σούμερ της Νέας Υόρκης απέφυγε να λάβει ενεργό ρόλο στην εκστρατεία, λόγω των επικρίσεων του Μαμντάνι κατά του Ισραήλ. Η συμφιλίωση με τον Σούμερ αποτελεί βασική προτεραιότητα για τον νέο δήμαρχο, τον οποίο ο Τραμπ έχει δηλώσει ότι θα αντιμετωπίσει με κάθε μέσο.
Εάν ο Μαμντάνι καταφέρει να προωθήσει κοινωνικές μεταρρυθμίσεις χωρίς να πλήξει τη Wall Street, να ελέγξει τα ενοίκια χωρίς να προκαλέσει αναταραχή στην αγορά ακινήτων, να ενισχύσει τη δημόσια παιδεία και να στηρίξει το σύστημα υγείας, η εκλογή του θα αποτελέσει σημαντικό ορόσημο. Αντίθετα, εάν παρασυρθεί από ακραίες φωνές και παγιδευτεί σε αμφιλεγόμενες θέσεις, όπως ο αντισημιτισμός, η πορεία του ενδέχεται να είναι σύντομη, δίνοντας πλεονέκτημα στον Τραμπ.
Πηγή: La Repubblica