Η Γαλλία και η Βρετανία προχωρούν σε στενότερη συνεργασία για την πυρηνική αποτροπή, με στόχο να ενισχύσουν την ασφάλεια της Ευρώπης έναντι κάθε πιθανής ακραίας απειλής. Το Παρίσι και το Λονδίνο ανακοίνωσαν πως είναι έτοιμα να αναθεωρήσουν τα αμυντικά τους δόγματα, ανταποκρινόμενα στη νέα πραγματικότητα που διαμορφώνεται στο ευρωπαϊκό περιβάλλον ασφάλειας.
Στο πλαίσιο της επίσημης επίσκεψης του Γάλλου προέδρου, Εμανουέλ Μακρόν, στη Βρετανία, εκείνος και ο βρετανός πρωθυπουργός, Κιρ Στάρμερ, θα υπογράψουν νέα διακήρυξη, η οποία, σύμφωνα με τη σχετική ανακοίνωση της γαλλικής προεδρίας και του βρετανικού υπουργείου Άμυνας, θα προβλέπει ότι, «όλα τα μέσα αποτροπής των δυο χωρών είναι ανεξάρτητα, αλλά μπορούν να συντονιστούν». Αυτή η τοποθέτηση εκτιμάται ως ιστορικής σημασίας, καθώς τονίζει για πρώτη φορά το ενδεχόμενο συντονισμένης απάντησης σε περίπτωση κρίσης.
Οι δύο κυβερνήσεις τόνισαν ότι «δεν υπάρχει καμιά απειλή για την Ευρώπη που δεν θα απαντηθεί από τις δυο χώρες». Αν και δεν έδωσαν διευκρινίσεις για το ακριβές περιεχόμενο αυτής της «απάντησης», επιβεβαίωσαν πως η εθνική κυριαρχία και η ανεξαρτησία στην απόφαση χρήσης πυρηνικών όπλων παραμένουν αδιαπραγμάτευτες. Παράλληλα, έστειλαν ξεκάθαρο μήνυμα, υπογραμμίζοντας πως «κάθε αντίπαλος που απειλεί ζωτικά συμφέροντα του Ηνωμένου Βασιλείου ή της Γαλλίας μπορεί να βρεθεί αντιμέτωπος με την ισχύ των πυρηνικών δυνάμεων των δυο χωρών».
Όπως έγινε γνωστό από το Ελιζέ, ιδρύεται ομάδα πυρηνικής επίβλεψης, στην οποία θα συμπροεδρεύουν η γαλλική προεδρία και το βρετανικό Cabinet Office, αρμόδιο για τον συντονισμό της πυρηνικής πολιτικής, των επιχειρησιακών δυνατοτήτων και της στρατηγικής συνεργασίας των δύο χωρών.
Αυτή η συμφωνία συμπίπτει με τη συμπλήρωση 30 ετών από την κοινή διακήρυξη «Τσέκερς» του 1995, περίοδο κατά την οποία η Γαλλία και η Βρετανία, ως οι μόνες χώρες με πυρηνικά στη Δυτική Ευρώπη, δεν είχαν ακόμη εμβαθύνει τη συνεργασία τους στον τομέα της αποτροπής. Η κατάσταση, ωστόσο, έχει μεταβληθεί ουσιαστικά, ιδίως μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία το 2022, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα την έντονη ανησυχία για τη σταθερότητα και την ασφάλεια στην ευρωπαϊκή ήπειρο.
Επιπλέον, η ολοένα αυξανόμενη αβεβαιότητα σχετικά με τη δέσμευση των Ηνωμένων Πολιτειών προς τους ευρωπαίους συμμάχους του NATO δημιουργεί ερωτήματα για τη βιωσιμότητα των αμερικανικών εγγυήσεων ασφαλείας, αναδεικνύοντας τη σημασία της ευρωπαϊκής αυτοδυναμίας στον τομέα της άμυνας.