Σημαντικές διαφορές στη χημική σύσταση μεταξύ της Σελήνης και της Γης αποκαλύπτει νέα επιστημονική μελέτη που βασίστηκε σε δείγματα πετρωμάτων από την αποστολή Apollo 17. Τα δείγματα, τα οποία είχαν σφραγιστεί και φυλαχθεί από το 1972, αναλύθηκαν πρόσφατα από ερευνητική ομάδα με επικεφαλής το Πανεπιστήμιο Μπράουν.
Η ανάλυση επικεντρώθηκε σε υλικό από την περιοχή «Taurus Littrow» της Σελήνης και έδειξε πως το ηφαιστειακό πέτρωμα περιέχει ενώσεις θείου ιδιαίτερα φτωχές σε θείο-33 (S33), ένα από τα τέσσερα σταθερά ισότοπα του στοιχείου. Η διαπίστωση αυτή έρχεται σε αντίθεση με τις αναλογίες των ισοτόπων θείου που παρατηρούνται στη Γη.
Οι ερευνητές επισημαίνουν ότι τα ισοτοπικά «δακτυλικά αποτυπώματα» των χημικών στοιχείων αποτελούν βασικό εργαλείο για την ιχνηλάτηση της προέλευσης των πετρωμάτων. Μέχρι σήμερα, οι ομοιότητες στα ισότοπα οξυγόνου μεταξύ Γης και Σελήνης είχαν ενισχύσει την άποψη κοινής προέλευσης, ωστόσο τα νέα δεδομένα για το θείο δημιουργούν νέα ερωτήματα.
Για την ανάλυση χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος της δευτερογενούς φασματομετρίας μάζας ιόντων (SIMS), προσφέροντας υψηλή ακρίβεια στα αποτελέσματα. Ο Τζέιμς Ντότιν, επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μπράουν και επικεφαλής της μελέτης, ανέφερε ότι επιλέχθηκαν δείγματα που εκτιμάται πως προέρχονται από ηφαιστειακό υλικό του μανδύα της Σελήνης.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, δύο είναι τα επικρατέστερα σενάρια για τη διαφοροποίηση στα ισότοπα θείου. Η πρώτη εκδοχή συνδέεται με χημικές διεργασίες που πραγματοποιήθηκαν στη Σελήνη κατά τα πρώτα στάδια της ύπαρξής της, όταν διέθετε μια αραιή ατμόσφαιρα που επέτρεπε την αλληλεπίδραση του θείου με την υπεριώδη ακτινοβολία.
Η δεύτερη πιθανότητα σχετίζεται με τη θεωρία της δημιουργίας της Σελήνης μέσω σύγκρουσης της αρχέγονης Γης με ένα ουράνιο σώμα παρόμοιου μεγέθους με τον 'Αρη, γνωστό ως "Θεία". Εάν το θείο του σώματος αυτού είχε διαφορετική σύσταση, οι διαφορές θα μπορούσαν να έχουν διατηρηθεί στον μανδύα της Σελήνης.
Παραμένει ασαφές ποιο από τα δύο σενάρια ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Οι επιστήμονες εκτιμούν ότι περαιτέρω μελέτη των ισοτόπων θείου από τον 'Αρη και άλλα ουράνια σώματα θα συμβάλει στην εξαγωγή ασφαλέστερων συμπερασμάτων.
Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό "JGR: Planets".