Η ελληνική αγορά ακινήτων βιώνει μια εποχή ραγδαίων αλλαγών, με την ψηφιοποίηση να αποτελεί βασικό μοχλό μετασχηματισμού. Η πρόσφατη συνεργασία ανάμεσα στο Spitogatos και το Pricefox αναδεικνύει μια νέα προσέγγιση στην αγορά στέγης, την ίδια στιγμή που η Πολιτεία προχωράει με την υλοποίηση του Ενιαίου Μητρώου Ακινήτων, που αναμένεται να ολοκληρωθεί έως το 2026 και θα αποτελέσει την ραχοκοκαλιά της ψηφιακής μετάβασης στον κλάδο των ακινήτων.
Πώς αλλάζει ο κλάδος του real estate
Η συνεργασία ανάμεσα στο Spitogatos, την πλατφόρμα αγγελιών ακινήτων, και το Pricefox, την ελληνική start-up σύγκρισης υπηρεσιών, αντιπροσωπεύει μια καινοτόμο προσέγγιση στην παροχή ολοκληρωμένων υπηρεσιών στην εμπειρία αναζήτησης ακινήτου, εντάσσοντας πλέον στην εξίσωση και τη σύγκριση τιμών ενέργειας.
Μέσα από τη συνεργασία αυτή, οι ενδιαφερόμενοι θα μπορούν όχι μόνο να βρουν το νέο τους σπίτι, αλλά και να συγκρίνουν τις τιμές σε ρεύμα και φυσικό αέριο, επιλέγοντας το πρόγραμμα που ταιριάζει καλύτερα στις ανάγκες τους. Στόχος είναι η μείωση του ενεργειακού κόστους για νοικοκυριά και επιχειρήσεις, στο πλαίσιο μιας πιο «έξυπνης» και ολοκληρωμένης διαδικασίας εύρεσης ακινήτου.
Το μόνο που έχουν να κάνουν οι χρήστες είναι να συμπληρώσουν τα στοιχεία της παροχής τους, να δηλώσουν τον τρέχοντα πάροχο, να εισάγουν τα στοιχεία επικοινωνίας και διαλέγουν το πακέτο που τους συμφέρει, με την υποστήριξη εξειδικευμένων συμβούλων διαθέσιμων 365 ημέρες το χρόνο.
Η ψηφιακή μετάβαση του κλάδου ακινήτων στην Ελλάδα ενισχύεται από την ανάπτυξη του PropTech οικοσυστήματος. Εταιρείες όπως η Prosperty, που εξασφάλισε 5,5 εκατ. ευρώ χρηματοδότηση το 2025, και η Protio, με 1 εκατ. ευρώ χρηματοδότηση, αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα της δυναμικής που αναπτύσσεται στο χώρο.
Οι παρεμβάσεις της πολιτείας προς τον ψηφιακό μετασχηματισμό
Παράλληλα, το Ενιαίο Μητρώο Ακινήτων, που χρηματοδοτείται από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας με προϋπολογισμό 8,28 εκατ. ευρώ, αναμένεται να αλλάξει ριζικά τον τρόπο διαχείρισης των ακινήτων στην Ελλάδα.
Η πλατφόρμα, που αναμένεται να τεθεί σε πλήρη λειτουργία στις αρχές του 2026, στοχεύει στη συνεργασία και διαλειτουργικότητα ανάμεσα σε δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς, συμβάλλοντας στη μείωση της γραφειοκρατίας, την ενίσχυση της διαφάνειας και της αξιοπιστίας στην αγορά ακινήτων, καθώς και τη διευκόλυνση των συναλλαγών. Επιπλέον, στοχεύει στην υποστήριξη της επιχειρηματικότητας και της καινοτομίας μέσω ανοικτών δεδομένων και εργαλείων ανάλυσης.
Ταυτόχρονα, η ΑΑΔΕ έχει ήδη θέσει σε λειτουργία το Μητρώο Ιδιοκτησίας και Διαχείρισης Ακινήτων, μέσω του οποίου περισσότερα από επτά εκατομμύρια πολίτες μπορούν να δηλώνουν και να διαχειρίζονται ψηφιακά όλα τα ακίνητά τους.
Ακόμη, από την 1η Ιανουαρίου του 2024 λειτουργεί ο Ψηφιακός Φάκελος Μεταβίβασης Ακινήτων, που παρέχει τη δυνατότητα ολοκλήρωσης μεταβιβάσεων εντός μιας εργάσιμης ημέρας, αποδεικνύοντας τα οφέλη της ψηφιοποίησης.
Στο «κόκκινο» η στεγαστική κρίση
Πρωτοβουλίες σαν τις παραπάνω υπόσχονται μεγαλύτερη διαφάνεια, αποτελεσματικότητα και εξοικονόμηση κόστους για τους καταναλωτές. Ωστόσο, η στεγαστική κρίση παραμένει ένα μείζον πρόβλημα που απαιτεί ολιστικές παρεμβάσεις, οι οποίες θα αυξήσουν ουσιαστικά την προσφορά ακινήτων και θα διασφαλίσουν προσιτή στέγη για όλους τους πολίτες.
Το «καμπανάκι» κρούει και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, που έχει χαρακτηρίσει τη στεγαστική κατάσταση στην Ελλάδα ως «κρίση της προσιτότητας της κατοικίας» (housing affordability crisis) και συμβουλεύει προς την υιοθέτηση μιας ολοκληρωμένης στρατηγικής στέγασης.
Ενδεικτικά, στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ μαρτυρούν πως τον Ιούνιο του 2025 τα ενοίκια αυξήθηκαν κατά 11,4% σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του 2024, ξεπερνώντας κατά πολύ τον ευρωπαϊκό μέσο όρο που κυμαίνεται κοντά στο 3%.
Την περίοδο 2020-2024, οι τιμές των ενοικίων ανέβηκαν κατά 21,5%, ενώ παράλληλα τα ανείσπρακτα ενοίκια αυξήθηκαν κατά 23% μέσα στο 2024, επιβεβαιώνοντας τις οικονομικές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν τα νοικοκυριά της χώρας.
Σήμερα, οι Έλληνες καταβάλλουν το 35,5% του διαθέσιμου εισοδήματός τους για την κάλυψη δαπανών στέγασης, ποσοστό που είναι το υψηλότερο στην Ε.Ε. των 27, καθώς ο μέσος όρος σε πανευρωπαϊκό επίπεδο δεν ξεπερνάει το 19,2%, σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία της Eurostat.