Στην παρουσίαση του Προϋπολογισμού 2026, που κατατέθηκε στη Βουλή, προχώρησαν ο Υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κυριάκος Πιερρακάκης και ο Υφυπουργός Θάνος Πετραλιάς, όπως ανακοινώθηκε από το υπουργείο.
Στόχος του νέου προϋπολογισμού, σύμφωνα με την ηγεσία του οικονομικού επιτελείου, είναι η διατήρηση της σταθερότητας, η ενίσχυση της αναπτυξιακής δυναμικής και η κοινωνική συνοχή.
Ο κ. Πιερρακάκης ανέφερε ότι η ελληνική οικονομία καταγράφει πλέον από τις ισχυρότερες επιδόσεις στην Ευρωζώνη, χάρη στη συνεπή πολιτική, τον μεταρρυθμιστικό ρυθμό και τη συλλογική προσπάθεια πολιτείας, πολιτών και επιχειρήσεων.
Τόνισε ότι το ΑΕΠ αναμένεται να αυξηθεί κατά 2,2% το 2025 και 2,4% το 2026, όταν ο μέσος όρος της Ευρωζώνης θα κινηθεί στο 1,3% και 1,2% αντίστοιχα.
Παράλληλα, ο πληθωρισμός εκτιμάται ότι θα αποκλιμακωθεί στο 2,6% το 2025 και στο 2,2% το 2026, ενώ οι επενδύσεις προβλέπεται να αυξηθούν κατά 10,2% το 2026, φτάνοντας το 17,7% του ΑΕΠ.
Το πρωτογενές πλεόνασμα αναμένεται σε 2,8% το 2026, ενώ το δημόσιο χρέος εκτιμάται πως θα μειωθεί από 154,2% του ΑΕΠ το 2024 σε 138,2% το 2026, με προοπτική περαιτέρω αποκλιμάκωσης στο 119% έως το 2029.
Η κυβέρνηση αποδίδει αυτή τη βελτίωση στη στροφή του παραγωγικού μοντέλου, στη θεσμική συνέχεια και στην προσέλκυση σημαντικών ξένων επενδύσεων, όπως η εξαγορά του Χρηματιστηρίου Αθηνών από την Euronext.
Η ένταξη της Ελλάδας στο δίκτυο της Euronext θεωρείται στρατηγική αναβάθμιση για το χρηματοοικονομικό οικοσύστημα της χώρας.
Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στις κοινωνικές παρεμβάσεις του προϋπολογισμού, με μειώσεις ή και μηδενισμό φόρων για μισθωτούς, νέους, οικογένειες και επαγγελματίες, μείωση του ΕΝΦΙΑ, ελαφρύνσεις στα τεκμήρια διαβίωσης και κατάργηση της προσωπικής διαφοράς στις συντάξεις.
Στόχος είναι η στήριξη της μεσαίας τάξης και των ευάλωτων ομάδων χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η δημοσιονομική σταθερότητα.
Ο δείκτης ανεργίας προβλέπεται να υποχωρήσει στο 8,6% το 2026, το χαμηλότερο επίπεδο από το 2008. Παράλληλα, ο προϋπολογισμός προβλέπει αύξηση των καθαρών αμοιβών κατά 32% από το 2019 έως το 2026, υπερκαλύπτοντας τη σωρευτική αύξηση του πληθωρισμού, ενώ ο κατώτατος μισθός αναμένεται να έχει αυξηθεί πάνω από 40% στην ίδια περίοδο.
Ο Υφυπουργός Θάνος Πετραλιάς χαρακτήρισε τον προϋπολογισμό του 2026 ως τον πιο μεταρρυθμιστικό και επεκτατικό της τελευταίας επταετίας, με έντονο κοινωνικό πρόσημο.
Η συνολική δαπάνη της γενικής κυβέρνησης προσεγγίζει τα 130 δισ. ευρώ, που αντιστοιχεί περίπου στο 50% του ΑΕΠ, παρέχοντας πλήρη εικόνα της κατανομής πόρων σε μισθούς, συντάξεις και επενδύσεις.
Σημαντικές αυξήσεις καταγράφονται στις δαπάνες για υγεία, παιδεία και άμυνα: οι δαπάνες για το Υπουργείο Υγείας διπλασιάζονται σε σχέση με το 2019, φτάνοντας τα 8,2 δισ. ευρώ το 2026, ενώ οι δαπάνες για άμυνα επίσης διπλασιάζονται στα 7 δισ. ευρώ.
Το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων ανέρχεται στα 16,7 δισ. ευρώ, με έμφαση σε έργα υποδομών, νοσοκομεία, σχολεία, λιμάνια, πράσινες και ψηφιακές επενδύσεις. Το εθνικό σκέλος του προγράμματος έχει επίσης διπλασιαστεί, φτάνοντας τα 3,3 δισ. ευρώ.
Η αναλογία των έμμεσων προς τους άμεσους φόρους μειώνεται από 67% το 2019 σε 62% το 2026, κυρίως λόγω των μειώσεων σε φόρους όπως ο ΕΝΦΙΑ και ο ΦΠΑ σε συγκεκριμένες κατηγορίες αγαθών και περιοχές.
Ο προϋπολογισμός ενσωματώνει επίσης μόνιμες παρεμβάσεις, όπως αυξήσεις στους μισθούς του δημοσίου και στις συντάξεις, καθώς και μειώσεις ασφαλιστικών εισφορών. Το συνολικό κόστος των δημοσιονομικών παρεμβάσεων ανέρχεται σε 5,94 δισ. ευρώ το 2026, αυξημένο κατά 2,9 δισ. ευρώ σε σχέση με το 2025.
Ο κ. Πετραλιάς σημείωσε ότι ο δημοσιονομικός χώρος που δημιουργείται αξιοποιείται για τη στήριξη της κοινωνίας και την υλοποίηση μεταρρυθμίσεων, ενώ η ευελιξία που παρέχεται από τη ρήτρα διαφυγής για αμυντικές δαπάνες δίνει επιπλέον περιθώριο για μελλοντικές παρεμβάσεις.
Σύμφωνα με το οικονομικό επιτελείο, η Ελλάδα συνεχίζει να συγκλίνει με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο σε όρους κατά κεφαλήν ΑΕΠ και επενδύσεων, ενώ η διατήρηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας αποτελεί βασική προϋπόθεση για την περαιτέρω αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας και τη διασφάλιση της οικονομικής της ανεξαρτησίας.