Σε μια εφ’ όλης της ύλης τοποθέτησή του, ο υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ και κυβερνητικός εκπρόσωπος Παύλος Μαρινάκης αναφέρθηκε εκτενώς στις εξελίξεις γύρω από την υπόθεση του ΟΠΕΚΕΠΕ και τη σχετική πρόταση για σύσταση εξεταστικής επιτροπής.
Όπως επεσήμανε, πρόκειται για μια υπόθεση που διαχρονικά έχει κοστίσει στο ελληνικό δημόσιο ποσό που προσεγγίζει τα 2,7 δισεκατομμύρια ευρώ σε διάστημα περίπου τριών δεκαετιών. Σύμφωνα με τον ίδιο, η διαχείριση του ζητήματος ως συγκυριακού, υποτιμά τη βαρύτητά του και παραγνωρίζει τη διαχρονική του διάσταση.
Ο κ. Μαρινάκης σημείωσε ότι η παθογένεια αφορά όλες τις κυβερνήσεις ανεξαιρέτως, “Δεν αποκλείουμε ούτε τις δικές μας κυβερνήσεις, ούτε τους εκάστοτε υπουργούς που υπηρέτησαν σε αυτές”, τόνισε χαρακτηριστικά.
Υπογράμμισε επίσης την ανάγκη διαφάνειας και εξαντλητικής εξέτασης, αναφέροντας τη σημασία των διασταυρωτικών ελέγχων και τις αποστολές ΑΦΜ στις αρμόδιες αρχές.
Η αλλαγή στο μοντέλο λειτουργίας του ΟΠΕΚΕΠΕ, με τη μεταφορά του στην ΑΑΔΕ, αποτελεί σύμφωνα με τον κυβερνητικό εκπρόσωπο μια «ριζική αλλαγή» στη διαχείριση των επιδοτήσεων.
Ωστόσο, για την επιτυχία αυτής της πρωτοβουλίας, ο κ. Μαρινάκης σημείωσε πως “δεν πρέπει να επαναλάβουμε τα λάθη του παρελθόντος, τα οποία πρέπει να εντοπιστούν και να αντιμετωπιστούν θεσμικά”.
Ειδική μνεία έκανε στην αξία της ουσιαστικής λειτουργίας της εξεταστικής επιτροπής, σημειώνοντας πως “αυτή τη φορά η Βουλή οφείλει να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων” και να συμβάλλει στην εξαγωγή συμπερασμάτων που θα αποτρέψουν νέα φαινόμενα κακοδιαχείρισης.
Αναφερόμενος στη στάση των κομμάτων της αντιπολίτευσης, ο κ. Μαρινάκης επεσήμανε ότι δόθηκε επαρκής χρόνος για υποβολή εναλλακτικών προτάσεων, ωστόσο, όπως είπε, “τα κόμματα επέλεξαν να μην καταθέσουν άμεσα κάποια πρόταση, παρά τις αρχικές τοποθετήσεις τους”.
Καθαρό μήνυμα έστειλε και για τους πρώην υφυπουργούς κ.κ. Σταμενίτη, Μπουκώρο και Χατζηβασιλείου, ξεκαθαρίζοντας ότι ουδέποτε τέθηκε θέμα προανακριτικής, καθώς “τα πρόσωπα αυτά δεν είχαν οποιαδήποτε ποινική εμπλοκή στην υπόθεση”.
Ερωτηθείς αν η κυβέρνηση προχωρά σε εξεταστική υπό το βάρος πολιτικών πιέσεων, δήλωσε κατηγορηματικά: “Η κυβέρνηση αυτή δεν φοβάται κανέναν. Κινηθήκαμε με γνώμονα τη διαφάνεια και τον σεβασμό στις θεσμικές διαδικασίες”. Σημείωσε δε πως διαχωρίζεται σαφώς η πολιτική από την ποινική διάσταση των υποθέσεων.
Ιδιαίτερη αναφορά έκανε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος στον δημόσιο διάλογο περί απευθείας αναθέσεων, καλώντας σε υπεύθυνη και ειλικρινή ενημέρωση. Όπως υποστήριξε, “το ΠΑΣΟΚ επιχειρεί να συντηρήσει ένα αφήγημα βασιζόμενο στη μισή αλήθεια και αποσπασματικά νούμερα”, παραλληλίζοντας τη συγκεκριμένη προσέγγιση με τακτική παραπλάνησης.
Διευκρίνισε ότι το ποσοστό των απευθείας αναθέσεων σε επίπεδο αριθμού συμβάσεων δεν αντικατοπτρίζει απαραίτητα τον οικονομικό όγκο. Από τα συνολικά 64 δισ. ευρώ των δημοσίων συμβάσεων τα τελευταία πέντε χρόνια, μόλις το 16% αντιστοιχεί σε διαδικασίες απευθείας ανάθεσης, εκ των οποίων το μερίδιο της κεντρικής κυβέρνησης είναι μόλις 3,7%, με τα υπόλοιπα να αφορούν την τοπική αυτοδιοίκηση.
Τόνισε επίσης ότι “όλα διαμορφώνονται εντός των ορίων της ευρωπαϊκής νομοθεσίας” και χαρακτήρισε την τακτική της αντιπολίτευσης ως αντιπολίτευση εντυπώσεων και λαθροχειρίας: “Η επιλογή των αποσπασματικών αριθμών και η αποσιώπηση του συνόλου της εικόνας, δεν εξυπηρετεί την κοινωνία και δεν βοηθά στην ουσιαστική πολιτική συζήτηση”.
Ολοκληρώνοντας την τοποθέτησή του, ο κ. Μαρινάκης κάλεσε σε θεσμική σοβαρότητα και υπευθυνότητα, τονίζοντας πως τα λάθη του παρελθόντος μπορούν να αποφευχθούν μόνο με πλήρη διαφάνεια, αυτοκριτική και προσήλωση στη θεμελίωση ενός σύγχρονου, αποτελεσματικού μηχανισμού διαχείρισης των δημόσιων πόρων.