Την ώρα που οι ευρωπαϊκές χώρες σπεύδουν να αξιοποιήσουν τον νέο μηχανισμό χρηματοδότησης SAFE (Security Action For Europe) για την ενίσχυση της κοινής άμυνας μέσω ευνοϊκών δανείων, η Ελλάδα - τουλάχιστον προς το παρόν - κρατά αποστάσεις. Μια απόφαση που ήδη προκαλεί έντονες αντιδράσεις και ερωτήματα, όχι μόνο εντός του πολιτικού κόσμου αλλά και στον εγχώριο βιομηχανικό τομέα της άμυνας.
Ο υπουργός Εθνικής Άμυνας, Νίκος Δένδιας δήλωσε στην αρμόδια Επιτροπή της Βουλής ότι η Ελλάδα δεν προτίθεται να συμμετάσχει στον κανονισμό SAFE, ο οποίος προβλέπει δάνεια έως και 150 δισ. ευρώ για την κάλυψη αμυντικών δαπανών. Ο λόγος, σύμφωνα με τον ίδιο, είναι δημοσιονομικός: πρόκειται για μηχανισμό δανεισμού που απαιτεί διαθέσιμο δημοσιονομικό χώρο, τον οποίο η Ελλάδα προτιμά να αξιοποιήσει μέσω άλλων διατάξεων, όπως η ρήτρα διαφυγής του προγράμματος ReArm – που επιτρέπει μεγαλύτερη ευελιξία και μικρότερη επιβάρυνση στο δημόσιο χρέος.
Η αντίθετη άποψη της Τράπεζας της Ελλάδος
Η συγκεκριμένη επιχειρηματολογία του υπουργείου Εθνικής Άμυνας, ωστόσο, δεν φαίνεται να βρίσκει σύμφωνη την Τράπεζα της Ελλάδος. Στην πρόσφατη Έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική, το SAFE παρουσιάζεται ως ένα εργαλείο που μπορεί να προσφέρει ουσιαστική στήριξη στις χώρες με υψηλές αμυντικές δαπάνες, όπως η Ελλάδα, με όρους χρηματοδότησης ευνοϊκότερους από εκείνους των αγορών.
Σύμφωνα με την Έκθεση, η χρήση του SAFE μπορεί να οδηγήσει σε μείωση του μέσου επιτοκίου του δημόσιου χρέους και επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής, εφόσον χρησιμοποιηθεί για ήδη προγραμματισμένες δαπάνες. Επιπλέον, τα δάνεια του μηχανισμού προσφέρονται με διάρκεια έως 45 έτη και δεκαετή περίοδο χάριτος, ενώ οι προμήθειες πρέπει να προέρχονται κατά 65% από ευρωπαϊκούς ή συμβατούς (Νορβηγία, Ουκρανία) προμηθευτές.
Το υπουργείο Εθνικής Άμυνας από την πλευρά του, σε ερώτημα του BD, αρνήθηκε να σχολιάσει.
Ανοργάνωτο τοπίο στην ελληνική πλευρά
Παρά την ευρωπαϊκή δυναμική που αναπτύσσεται γύρω από τα προγράμματα SAFE και ReArm, στην Ελλάδα δεν έχει ακόμη διαμορφωθεί σαφές πλαίσιο διαχείρισης και συμμετοχής. Σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς, απουσιάζει οποιοσδήποτε κρατικός μηχανισμός ή φορέας με αντικείμενο τον συντονισμό της αμυντικής βιομηχανίας με τα νέα αυτά προγράμματα.
Οι δεσμεύσεις για ενίσχυση της ελληνικής συμμετοχής στα ελληνικά εξοπλιστικά προγράμματα με ποσοστό 25% – που έχουν διατυπωθεί και από τον ίδιο τον Πρωθυπουργό – παραμένουν στον «αέρα» αφού δεν είναι σαφές ποιος θα τα εφαρμόσει και ποιος θα θέσει το πλαίσιο.
Η έλλειψη οργάνωσης και η αβεβαιότητα ως προς τις προθέσεις της κυβέρνησης έχουν δημιουργήσει κλίμα απογοήτευσης στον χώρο των ελληνικών αμυντικών επιχειρήσεων. Η ανησυχία είναι έκδηλη: μήπως τελικά χαθεί ακόμα μία ευκαιρία για τη βιομηχανία, χωρίς στρατηγικό σχέδιο και χωρίς αντίκρισμα για την εθνική οικονομία ή την άμυνα;
Τι λέει η Έκθεση της ΤτΕ
Αναλυτικά, στην Έκθεση της ΤτΕ επισημαίνεται ότι «το μέσο δράσης SAFE επιτρέπει τη χρήση πόρων που θα αντλούνται μέσω κοινού ευρωπαϊκού δανεισμού για την στήριξη αμυντικών δαπανών, κάτι που μπορεί να μειώσει τις πιέσεις στον εθνικό προϋπολογισμό και να ενισχύσει την αμυντική ικανότητα και τη συμμετοχή σε κοινά ευρωπαϊκά αμυντικά προγράμματα χωρίς επιπλέον επιβάρυνση στο κόστος δανεισμού».
Παράλληλα πηγές της ΤτΕ, αναφέρουν ότι το SAFE αποτελεί χρηματοδοτικό μηχανισμό με όρους δυνητικά ευνοϊκότερους από το εθνικό κόστος δανεισμού, ο οποίος μπορεί να συμβάλει στη βελτίωση της δυναμικής του χρέους όταν χρησιμοποιείται για την κάλυψη ήδη προγραμματισμένων αμυντικών δαπανών, μέσω μείωσης του μέσου επιτοκίου και επιμήκυνσης της διάρκειας αποπληρωμής του χρέους.
Αντίθετα, η χρηματοδότηση νέων, πρόσθετων δαπανών μέσω SAFE απαιτεί διαθέσιμο δημοσιονομικό χώρο και προσμετράται στο χρέος. Ακόμη και σε αυτήν την περίπτωση, μπορεί να προκύψουν δημοσιονομικά οφέλη, εφόσον το κόστος χρηματοδότησης μέσω του SAFE είναι χαμηλότερο από το αντίστοιχο κόστος άντλησης πόρων από τις αγορές, μειώνοντας το μεσοσταθμικό κόστος εξυπηρέτησης του χρέους. Επομένως, η χρήση του μέσου πρέπει να σταθμίζεται βάσει του εθνικού κόστους δανεισμού και των δημοσιονομικών περιορισμών κάθε χώρας.
Προϋπόθεση, υπογραμμίζεται στην έκθεση, για τα δημοσιονομικά οφέλη αυτού του μηχανισμού είναι το κόστος χρηματοδότησης μέσω του SAFE να είναι χαμηλότερο από το εθνικό κόστος δανεισμού. Επομένως, η αποτελεσματικότητα του μηχανισμού εξαρτάται από τις ιδιαίτερες δημοσιονομικές συνθήκες κάθε κράτους - μέλους και το κατά πόσον αντιμετωπίζει σχετικά υψηλότερο κόστος δανεισμού στις αγορές από ό,τι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Ευκαιρία για πολλαπλά οφέλη
Όσον αφορά την Ελλάδα, η αξιοποίηση του ευρωπαϊκού σχεδίου επανεξοπλισμού αποτελεί ευκαιρία που μπορεί να αποφέρει πολλαπλά οφέλη. Η Ελλάδα θα μπορούσε να επωφεληθεί μέσω της κοινής ευρωπαϊκής χρηματοδότησης των αμυντικών προγραμμάτων και εξοπλισμών για τη χρηματοδότηση των ήδη υψηλών αμυντικών δαπανών που πραγματοποιεί.
Παράλληλα, σημειώνει η ΤτΕ «μέσω της ενεργοποίησης της εθνικής ρήτρας διαφυγής του ΣΣΑ δημιουργείται πρόσθετος δημοσιονομικός χώρος της τάξεως του 0,2% του ΑΕΠ ετησίως, αυξάνοντας περαιτέρω το όριο δαπανών μεσοπρόθεσμα. Τέλος, οφέλη θα μπορούσαν να προκύψουν μέσω της ενεργού συμμετοχής της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας σε διακρατικές συμπαραγωγές, η οποία θα ενίσχυε την αυτάρκεια της χώρας, θα τόνωνε τις εξαγωγές σε αμυντικούς εξοπλισμούς και θα αναβάθμιζε περαιτέρω τη γεωπολιτική σημασία της Ελλάδος ως κόμβου στην ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική για την ασφάλεια. Προκειμένου να μεγιστοποιηθεί το όφελος, οι αυξημένες αμυντικές δαπάνες θα πρέπει να κατευθυνθούν σε καλά σχεδιασμένες επενδύσεις με υψηλό αναπτυξιακό αποτύπωμα, όπως έργα υποδομών, ενέργειας και έρευνας και καινοτομίας, ώστε να ενισχυθούν και άλλοι κλάδοι της οικονομίας και να δημιουργηθεί μια ισχυρότερη και ανθεκτικότερη παραγωγική βάση συνολικά».
Όσον αφορά τους όρους δανεισμού με το SAFE ο υπουργός Εθνικής Άμυνας Νίκος Δένδιας βασίστηκε στο επιχείρημα ότι τα δάνεια του SAFE, είναι τετραετή και επιφέρουν μεγαλύτερη επιβάρυνση στο δημόσιο χρέος και πρότεινε την άντληση πόρων μόνο από το πρόγραμμα ReArm στο οποίο όπως ανέφερε ο δανεισμός είναι 30ετούς διάρκειας και δημοσιονομικά πιο ευέλικτος.
Ωστόσο στην έκθεση της ΤτΕ τονίζεται ότι «τα δάνεια θα έχουν μέγιστη διάρκεια 45 ετών και 10ετή περίοδο χάριτος για την αποπληρωμή του κεφαλαίου. Ως προϋπόθεση για την πρόσβασή τους στα νέα δάνεια, τα κράτη-μέλη της ΕΕ θα πρέπει να αγοράζουν τουλάχιστον το 65% των οπλικών συστημάτων τους από προμηθευτές στην ΕΕ, τη Νορβηγία ή την Ουκρανία. Η κατανομή των κονδυλίων προς τα κράτη-μέλη θα καθορίζεται με βάση τη ζήτηση, χωρίς προκαθορισμένο κριτήριο κατανομής».