Η ενσωμάτωση της βιωσιμότητας στο χρηματοπιστωτικό σύστημα αναδεικνύεται σε βασικό μοχλό ανάπτυξης, προσφέροντας ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα και συμβάλλοντας στην προστασία από ακραία καιρικά φαινόμενα, τη στήριξη της οικονομίας και της απασχόλησης, καθώς και την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής.
Σύμφωνα με ανακοίνωση, αυτά τα σημεία ανέδειξε ο Γιάννης Στουρνάρας, διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, ως κεντρικός ομιλητής στο πρώτο Ελληνογερμανικό Sustainability Forum, με τίτλο «NEWWorld - NEW Sustainable Policy», που πραγματοποιήθηκε στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος.
Το συνέδριο αποτέλεσε συνεργασία του Ελληνογερμανικού Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου και της πρεσβείας της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας στην Αθήνα.
Ο διοικητής της ΤτΕ ανέλυσε την έννοια του «τριπλού μερίσματος», επισημαίνοντας τη μείωση των μελλοντικών απωλειών μέσω περιορισμού των επιπτώσεων από ακραία καιρικά φαινόμενα και προστασίας ζωών και υποδομών.
Παράλληλα, τόνισε τη συμβολή στη δημιουργία θέσεων εργασίας και την προώθηση της καινοτομίας σε τομείς όπως η κατασκευαστική και η γεωργική δραστηριότητα.
Επιπλέον, αναφέρθηκε στα κοινωνικά και περιβαλλοντικά οφέλη των επενδύσεων, όπως η ενίσχυση της βιοποικιλότητας, η βελτίωση της δημόσιας υγείας και η ενδυνάμωση της κοινωνικής συνοχής, καθώς οι κοινωνίες γίνονται πιο ανθεκτικές.
Για την επίτευξη αυτών των στόχων, ο κ. Στουρνάρας υπογράμμισε την ανάγκη αξιοποίησης ενός ευρύτερου φάσματος χρηματοδοτικών μηχανισμών, με καινοτόμα εργαλεία και παράγωγα για διαχείριση κινδύνων και προστασία επενδύσεων.
Επισήμανε επίσης τη σημασία δημιουργίας ευνοϊκού περιβάλλοντος για ιδιωτικές επενδύσεις, μέσω ρυθμιστικού πλαισίου, κινήτρων και διαφάνειας στη χρήση πόρων.
Η σύμπραξη δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, σύμφωνα με τον ίδιο, μπορεί να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στην αξιοποίηση ιδιωτικών κεφαλαίων και τεχνογνωσίας για προσαρμογή σε νέες συνθήκες.
Απαραίτητη θεωρείται μια ολοκληρωμένη προσέγγιση στη χρηματοδότηση, που συνδυάζει δημόσιους και ιδιωτικούς πόρους, παραδοσιακά και καινοτόμα εργαλεία, με υποστηρικτικό ρυθμιστικό πλαίσιο.
Εστιάζοντας στα οφέλη της βιώσιμης ανάπτυξης, ο διοικητής της ΤτΕ επικαλέστηκε πρόσφατη μελέτη του World Resources Institute, η οποία εξέτασε 320 επενδύσεις σε 12 χώρες, συνολικού ύψους 133 δισ. δολαρίων. Η μελέτη κατέδειξε ότι για κάθε δολάριο επένδυσης, το όφελος σε βάθος δεκαετίας ήταν δεκαπλάσιο.
Στον χαιρετισμό του, ο Andreas Kindl, πρεσβευτής της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, επεσήμανε πως η βιωσιμότητα δεν αφορά μόνο τη δημοσιονομική σταθερότητα, αλλά όλους τους τομείς, από τη βιομηχανική παραγωγή και την ενέργεια έως το σύνολο της επιχειρηματικής δραστηριότητας.
Ο καθηγητής Άγις M. Παπαδόπουλος, πρόεδρος του Ελληνογερμανικού Επιμελητηρίου, τόνισε τη σημασία των πρωτοβουλιών για πράσινη μετάβαση και διαφανή διακυβέρνηση, υπογραμμίζοντας ότι δεν πρέπει να εμποδίζεται η ανταγωνιστικότητα.
Τόνισε πως τα κόστη και οι χρόνοι προσαρμογής στα νέα δεδομένα πρέπει να εξετάζονται τόσο από το πρίσμα της κοινωνικής και περιβαλλοντικής βιωσιμότητας, όσο και της επιχειρηματικότητας.
Αναφερόμενος στην ανταγωνιστικότητα, εξήγησε ότι εξαρτάται από τις δυνάμεις που κινητοποιεί κάθε επενδυτική πρωτοβουλία. Επισήμανε ότι οι διμερείς συνεργασίες αποτελούν συχνά τη «χρυσή τομή», φέρνοντας ως παράδειγμα τις ελληνογερμανικές οικονομικές σχέσεις. Υπογράμμισε ότι στον τομέα του ESG απαιτούνται ευρωπαϊκοί και όχι εθνικοί «πρωταθλητές».
Από την πλευρά του, ο Κωνσταντίνος Μπίκας, πρώην επικεφαλής της ΕΥΠ και διευθυντής της Metlen Energy & Metals, προειδοποίησε για τον κίνδυνο αποβιομηχάνισης στην Ευρώπη λόγω της πράσινης μετάβασης, σημειώνοντας πως ακόμα και σημαντικές μειώσεις στη ρύπανση θα έχουν περιορισμένο αντίκτυπο σε παγκόσμιο επίπεδο.
Ο κ. Μπίκας αναφέρθηκε στη μεγάλη ασυμμετρία του ενεργειακού κόστους μεταξύ Ευρώπης και άλλων περιοχών, τονίζοντας ότι οι ευρωπαϊκές βιομηχανίες υφίστανται υψηλότερους φόρους για το διοξείδιο του άνθρακα, γεγονός που πλήττει την ανταγωνιστικότητά τους.
Τέλος, επεσήμανε ότι οι υψηλές τιμές βιομηχανικών προϊόντων στην Ευρώπη οδηγούν σε αποβιομηχάνιση, πιέζουν το ΑΕΠ και αυξάνουν την ανεργία, με αποτέλεσμα την πρόκληση πολιτικών δυσκολιών. Ακόμη και με την εφαρμογή των προβλεπόμενων μέτρων, η βελτίωση των συνθηκών για τη βιομηχανία στην Ευρώπη αναμένεται να είναι περιορισμένη.