Η ελληνική οικονομία φαίνεται να «μένει από ανάσες», καθώς η αναπτυξιακή της δυναμική επιβραδύνεται και οι διεθνείς αβεβαιότητες βαραίνουν ολοένα και περισσότερο το κλίμα.
Σύμφωνα με την τριμηνιαία έκθεση του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), οι προβλέψεις για την ανάπτυξη αναθεωρούνται οριακά προς τα κάτω: στο 2,1% για το 2025 (από 2,2%) και στο 2,2% για το 2026 (από 2,4%). Προς τα κάτω αναθεωρήθηκε και η εκτίμηση για τις επενδύσεις.
Η εξασθένιση αυτή σημειώνεται παρά την πλήρη εξέλιξη του Ταμείου Ανάκαμψης ο χρόνος ζωής του οποίου ήδη μετρά αντίστροφα.
Στο πλαίσιο αυτό διατυπώνεται ανησυχία για το πως θα κινηθεί η εγχώρια οικονομία χωρίς την επενδυτική ώθηση του Ταμείου Ανάκαμψης, ενώ ο Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ, καθηγητής Νίκος Βέττας, εκτίμησε ότι σε μακροχρόνιο ορίζοντα η μεταβολή του ΑΕΠ φαίνεται πιθανότερο πως θα κινηθεί προς το 1% παρά προς το 2%.
Η επιβράδυνση αυτή είναι αποτέλεσμα των διαρθρωτικών προβλημάτων της εγχώριας οικονομίας και της λειτουργίας του κράτους.
Γιατί ψαλλιδίστηκε η ανάπτυξη για το 2025
Η οριακή αυτή καθοδική αναθεώρηση για την μεταβολή του ΑΕΠ στο 2,1% έναντι 2,2% που ήταν η προηγούμενη εκτίμηση, συνδέεται κυρίως με τη χαμηλότερη δυναμική της ιδιωτικής κατανάλωσης, η οποία, σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, αναμένεται να αυξηθεί με ρυθμό 1,9% το 2025 και με ακόμα μικρότερο ρυθμό στο 1,3% το 2026. Αντίθετα, η δημόσια κατανάλωση προβλέπεται να διατηρηθεί σε θετική τροχιά, με ήπιους ρυθμούς ανόδου 1,1% και 1,8% αντίστοιχα.
Οι εξαγωγές αυξήθηκαν και οι εισαγωγές μειώθηκαν, ένα στοιχείο που διατηρεί την εξωστρέφεια της οικονομίας.
Ο τουρισμός, η «βαριά» βιομηχανία της χώρας, μπορεί να κατέγραψε νέα ρεκόρ εσόδων, αλλά η αγορά δεν συμμερίζεται την αίσθηση επιτυχίας. Παρά τα εντυπωσιακά μεγέθη, οι επιχειρήσεις του κλάδου μιλούν για άνιση κατανομή των κερδών και μειωμένη αποδοτικότητα.
Παράλληλα τα δημόσια οικονομικά κινούνται πάνω από τους στόχους, ενώ η παραοικονομία φαίνεται να μειώνεται. Το κόστος δανεισμού για τις επιχειρήσεις υποχώρησε σε χαμηλό τριετίας, δίνοντας κάποια ανάσα ρευστότητας.
30% κάτω από την Ευρώπη στην παραγωγικότητα της εργασίας
Την ώρα που οι Έλληνες εργαζόμενοι καταγράφουν από τις υψηλότερες εβδομαδιαίες ώρες εργασίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ωστόσο είναι στην τελευταία θέση μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ όσον αφορά την παραγωγικότητα της εργασίας.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat για το 2023, η Ελλάδα κατέγραψε τις περισσότερες ώρες εργασίας σε εβδομαδιαία βάση μεταξύ των χωρών-μελών της ΕΕ, με 39,8 ώρες.
Ωστόσο, η παραγωγικότητα της εργασίας παραμένει περίπου 30% χαμηλότερη από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, χωρίς σημάδια σύγκλισης. Η ανεργία έχει μειωθεί στο 8,6% το β’ τρίμηνο αλλά η αύξηση των μισθών δεν συνοδεύεται από ανάλογη άνοδο της παραγωγικότητας, όπως ανέφερε το ΙΟΒΕ, γεγονός που μακροπρόθεσμα ενέχει κινδύνους για την ανταγωνιστικότητα.
Την ίδια στιγμή, οι δημογραφικές εξελίξεις δημιουργούν ένα πολύ σημαντικό βάρος για το μέλλον. Ο πληθυσμός γερνάει ταχύτερα απ’ όσο προβλεπόταν, και μέχρι το 2070 ένα μεγάλο μέρος των Ελλήνων θα είναι άνω των 80 ετών. Το ασφαλιστικό σύστημα δεν θα μπορεί να αντέξει τις αυξανόμενες ανάγκες χωρίς βαθιές αλλαγές. Η δημιουργία ενός νέου μοντέλου μακροχρόνιας φροντίδας θεωρείται πλέον αναπόφευκτο.
Όσον αφορά το οικονομικό κλίμα παραμένει ήπια θετικό. Οι επιχειρήσεις εμφανίζονται πιο αισιόδοξες από τα νοικοκυριά, γεγονός που αντανακλά τη στροφή ενός μέρους του ιδιωτικού τομέα προς πιο εξωστρεφείς και τεχνολογικά αναβαθμισμένες δραστηριότητες. Ωστόσο, η γενικότερη εικόνα της οικονομίας δείχνει περισσότερο στασιμότητα παρά επιτάχυνση. Η Ελλάδα αναπνέει, αλλά δεν παίρνει βαθιά ανάσα.
Μετάβαση σε νέο παραγωγικό μοντέλο
Το στοίχημα, σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, για τα επόμενα χρόνια είναι η μετάβαση σε ένα νέο παραγωγικό μοντέλο που θα στηρίζεται στην τεχνολογία, την καινοτομία και την αύξηση της παραγωγικότητας. Το Ταμείο Ανάκαμψης ήταν και είναι ακόμα ένα σημαντικό εργαλείο επενδύσεων, αλλά η πραγματική του αποτελεσματικότητα θα φανεί στο μέλλον.
Η ελληνική οικονομία δεν βρίσκεται σε κρίση, αλλά ούτε όμως και σε πραγματική ανάκαμψη. Είναι σε ένα μεταβατικό στάδιο, όπου η σταθερότητα λειτουργεί ως ανάσα, όχι όμως αρκετή για να μπορέσει να αναπτυχθεί και να φύγει μπροστά.