Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), Γιάννης Στουρνάρας, στη ραδιοφωνική του συνέντευξη στα «Παραπολιτικά 90,1», αναφέρθηκε σε όλα τα κρίσιμα ζητήματα της οικονομίας, από τον πληθωρισμό και τον τραπεζικό ανταγωνισμό, έως τους μισθούς, το Ταμείο Ανάκαμψης (RRF – Recovery and Resilience Facility) και τη σταθερότητα της χώρας.
Ο κ. Στουρνάρας τόνισε ότι ο πληθωρισμός έχει υποχωρήσει «από το 10% στο περίπου 2%», ωστόσο οι τιμές «συνεχίζουν να αυξάνονται με 2%», καθώς «το 80% του φαινομένου προέρχεται από διεθνείς παράγοντες», όπως η ενέργεια και οι καιρικές συνθήκες που επηρεάζουν τις πρώτες ύλες.
Όπως επισήμανε, «ορισμένες τιμές έχουν ήδη πέσει, ιδίως στην ενέργεια», ενώ εκτίμησε ότι «θα υπάρξουν μειώσεις και σε ορισμένες κατηγορίες τροφίμων, ανάλογα με τις διεθνείς συνθήκες». Υπογράμμισε επίσης ότι «περισσότερος ανταγωνισμός σε περισσότερους κλάδους» θα συμβάλει ουσιαστικά στη συγκράτηση των τιμών.
Αναφερόμενος στα επιτόκια, ο διοικητής εξήγησε ότι η διαφορά μεταξύ επιτοκίων καταθέσεων και δανείων «είναι αναγκαία για να καλύπτονται κόστη, προβλέψεις και κεφαλαιακές ανάγκες», ωστόσο επηρεάζεται από «το ρίσκο, τη συγκέντρωση και τη ρευστότητα του τραπεζικού συστήματος».
Η Ελλάδα, όπως είπε, «βρίσκεται στην πάνω μεριά της κλίμακας» στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), προσθέτοντας πως η λύση είναι «ο ισχυρότερος ανταγωνισμός».
Υπενθύμισε τη δημιουργία του «πέμπτου πόλου», τη συγχώνευση των τραπεζών Αττικής, Παγκρήτια και Σερρών στη νέα Credia Bank, που, όπως σημείωσε, «δημιουργεί συνθήκες ανταγωνισμού στις συστημικές τράπεζες». Παράλληλα, τόνισε ότι στόχος είναι «η εξωστρέφεια του τραπεζικού συστήματος, με ελληνικές τράπεζες να δραστηριοποιούνται στο εξωτερικό και ξένες να έρχονται στην Ελλάδα».
Ο Γιάννης Στουρνάρας υπογράμμισε ότι οι αυξήσεις μισθών πρέπει να συνδέονται με την παραγωγικότητα. «Ο κατώτατος μισθός έχει αυξηθεί πάνω από τον πληθωρισμό», δήλωσε, προσθέτοντας ότι η επίδρασή του στον μέσο μισθό είναι μικρότερη, «περίπου 0,5 για κάθε 1% αύξησης».
Σημείωσε ότι στην εξαρτημένη εργασία «οι καθαροί πραγματικοί μισθοί τα τελευταία πέντε-έξι χρόνια έχουν αυξηθεί ελαφρά» και τάχθηκε υπέρ των συλλογικών συμβάσεων «σε κλάδους που μπορούν να το υποστηρίξουν». Προειδοποίησε ωστόσο ότι «μεγάλες αυξήσεις χωρίς αντίκρισμα παραγωγικότητας πλήττουν την ανταγωνιστικότητα και τελικά την απασχόληση».
Με βάση μελέτες της ΤτΕ, η ελληνική οικονομία παρουσιάζει «υψηλή συγκέντρωση» σε βασικούς κλάδους όπως τρόφιμα, καύσιμα, τράπεζες και ιδιωτική υγεία.
«Χρειαζόμαστε περισσότερες επιχειρήσεις, επενδύσεις και λιγότερη γραφειοκρατία», ανέφερε, επισημαίνοντας ότι «ο ανταγωνισμός δεν επιβάλλεται, αλλά δημιουργείται μέσα από τις συνθήκες».
Παράλληλα, υπενθύμισε ότι ακόμη και σε ευρωπαϊκό επίπεδο «οι αγορές δεν λειτουργούν πάντα ανταγωνιστικά», λόγω εμποδίων στο ενδοκοινοτικό εμπόριο που λειτουργούν σαν «έμμεσοι δασμοί».
Ο διοικητής εξήγησε ότι το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο συνδέεται με «την αυξημένη επενδυτική δραστηριότητα», καθώς η χώρα εισάγει μηχανήματα και ενδιάμεσα αγαθά. «Η λύση είναι η σταδιακή στροφή του παραγωγικού μοντέλου σε ενδιάμεσα και επενδυτικά αγαθά, ώστε να μειωθεί η εξάρτηση από εισαγωγές», είπε χαρακτηριστικά.
Για το RRF, ο κ. Στουρνάρας σημείωσε ότι «έχουν ήδη εισρεύσει περίπου 21 δισεκατομμύρια ευρώ από τα 36, δηλαδή το 60% των διαθέσιμων πόρων», με την Ελλάδα να βρίσκεται «στην έκτη θέση απορρόφησης».
Απέρριψε τις εκτιμήσεις περί απώλειας 3 δισ. ευρώ και υπογράμμισε την ανάγκη «επιτάχυνσης των προαπαιτούμενων μεταρρυθμίσεων», ειδικά στους τομείς της πράσινης και ψηφιακής μετάβασης.
Αναφερόμενος στο δημόσιο χρέος, επισήμανε ότι «τα ελληνικά ομόλογα έχουν αποδόσεις κοντά στον μέσο όρο της Ευρωζώνης και χαμηλότερες από ισχυρότερες χώρες», γεγονός που «αποτυπώνει τη βελτίωση της οικονομίας».
Εκτίμησε ότι το χρέος «θα συνεχίσει να μειώνεται», εφόσον διατηρείται «πρωτογενές πλεόνασμα 2% ετησίως».
Ο αναβαλλόμενος φόρος, εξήγησε, «μειώνεται κάθε χρόνο από την κερδοφορία των τραπεζών», ενώ «ο χρόνος εξόφλησης έχει μειωθεί από 30 σε περίπου 10 χρόνια», δείγμα της σταθερής εξυγίανσης του τραπεζικού συστήματος.
Ο κ. Στουρνάρας τόνισε ότι «η πολιτική σταθερότητα αποτελεί προϋπόθεση για την οικονομική σταθερότητα», υπογραμμίζοντας ότι «μια κυβέρνηση πρέπει να έχει κοινοβουλευτική στήριξη ώστε να μπορεί να προχωρά σε νομοθετικές αποφάσεις». Απέφυγε ωστόσο να σχολιάσει ζητήματα αυτοδυναμίας ή κυβερνητικών συνεργασιών.
Για τον χρυσό και το δολάριο, εξήγησε ότι η άνοδος της τιμής του πολύτιμου μετάλλου συνδέεται με «παγκόσμια αναστάτωση, την πανδημία, τον πόλεμο και τους νέους δασμούς στις ΗΠΑ», που «οδήγησαν μέρος των κεφαλαίων από το δολάριο σε χρυσό και ευρώ». Κατά τον ίδιο, η συγκυρία «προσφέρει μοναδική ευκαιρία για ενίσχυση του διεθνούς ρόλου του ευρώ».
Ο διοικητής της ΤτΕ χαρακτήρισε την Ελλάδα «success story» της Ευρώπης, τονίζοντας ότι η χώρα «αναπτύσσεται με ρυθμό λίγο πάνω από 2%, σχεδόν διπλάσιο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο». Όπως είπε, «ακόμη και πρώην επικριτές αναγνωρίζουν ότι η Ελλάδα έκανε το σωστό και αποτελεί σήμερα παράδειγμα για άλλες χώρες».