Σημαντικά ευρήματα για τις καταναλωτικές δαπάνες ανά γενιά, με έμφαση στη Γενιά Χ (γεννημένοι μεταξύ 1965 και 1980), παρουσίασε πρόσφατα η NielsenIQ (NIQ) σε συνεργασία με το World Data Lab (WDL).
Η έκθεση με τίτλο «The XFactor: Πώς η Γενιά Χ οδηγεί αθόρυβα τρισεκατομμύρια σε καταναλωτικές δαπάνες» αναδεικνύει ότι οι Έλληνες της Γενιάς Χ ευθύνονται για περίπου το 25% της συνολικής κατανάλωσης στη χώρα, ποσοστό που ξεπερνά ελαφρώς τον παγκόσμιο μέσο όρο.
Σε διεθνές επίπεδο, η Γενιά Χ αντιστοιχεί στο 24% της καταναλωτικής δαπάνης, με αγοραστική δύναμη που φτάνει τα 15,2 τρισεκατομμύρια δολάρια, σχεδόν διπλάσια από τη συνολική κατανάλωση της Κίνας. Εκτιμάται ότι μέχρι το 2035, η ετήσια δαπάνη αυτής της γενιάς θα φτάσει τα 23 τρισεκατομμύρια δολάρια. Στην Ελλάδα και παγκοσμίως, προβλέπεται αύξηση δαπανών σε τρεις βασικούς τομείς την επόμενη πενταετία: τρόφιμα και μη αλκοολούχα ποτά, ομορφιά και αλκοολούχα ποτά.
Όπως σημειώνει ο Βάιος Δημοράγκας, διευθύνων σύμβουλος της NIQ για Ελλάδα και Βουλγαρία, «Η Γενιά Χ στην Ελλάδα διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην καταναλωτική οικονομία». Πολλοί εξισορροπούν τις ανάγκες παιδιών και ηλικιωμένων γονιών, ενώ συνεχίζουν να δαπανούν τόσο για βασικά όσο και για lifestyle προϊόντα. Παρά τις διακυμάνσεις στην οικονομική ασφάλεια, η καταναλωτική τους ισχύς παραμένει ανθεκτική.
Ο Wolfgang Fengler, συνιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος του World Data Lab, επισημαίνει ότι η Γενιά Χ διαχειρίζεται «τρισεκατομμύρια σε δαπάνες, λειτουργώντας ως CFO τριών γενεών». Οι εταιρείες που επενδύουν στη συγκεκριμένη γενιά θα δουν μακροπρόθεσμα οφέλη.
Σύμφωνα με την έρευνα, οι περισσότεροι Έλληνες, συμπεριλαμβανομένων των μελών της Γενιάς Χ, δεν εμφανίζουν υψηλή πιστότητα σε μεγάλες μάρκες. Μόλις το 30% προτιμά γνωστά brands, ενώ το 40% αγοράζει ό,τι χρειάζεται χωρίς έμφαση στη μάρκα. Το 17% στρέφεται σε μικρότερα brands, ποσοστό υψηλότερο από τον παγκόσμιο μέσο όρο (13%).
Η Γενιά Χ στην Ελλάδα υιοθετεί συντηρητική στάση στα οικονομικά. Το 66% δηλώνει ότι διαθέτει χρήματα μόνο για τα βασικά, έναντι 46% παγκοσμίως. Μόνο το 3% δηλώνει ότι μπορεί να ξοδεύει ελεύθερα, σε σύγκριση με το 11% των συνομηλίκων τους διεθνώς. Επίσης, είναι λιγότερο πιθανό να αγοράσουν premium προϊόντα σε σχέση με άλλες γενιές.
Σε σχέση με την τεχνολογία, η Γενιά Χ στην Ελλάδα εμφανίζεται πιο επιφυλακτική συγκριτικά με άλλες χώρες της ΕΕ. Ενδεικτικά, μόλις το 13% επιτρέπει σε «έξυπνες» συσκευές να παραγγέλνουν αυτόματα προϊόντα (35% παγκοσμίως), το 20% χρησιμοποιεί wearables που παρακολουθούν τη συμπεριφορά τους (38% παγκοσμίως), ενώ το 59% αποφεύγει να μοιράζεται προσωπικά δεδομένα για λόγους ιδιωτικότητας.
Παρά τη συντηρητική προσέγγιση, η Γενιά Χ στην Ελλάδα αποτελεί αναδυόμενη ευκαιρία για εταιρείες τεχνολογίας και διαρκών αγαθών που εστιάζουν στην αξιοπιστία, τη διαφάνεια και την προστασία δεδομένων.
Όπως τονίζει ο κ. Δημοράγκας, «Παρά τη θετική μακροοικονομική πορεία της Ελλάδας, οι καταναλωτές της Γενιάς Χ παραμένουν προσεκτικοί και στρατηγικοί. Επηρεάζουν τις αγορές πολλών γενεών και είναι ενεργοί στο omnichannel εμπόριο. Η πίστη τους δεν κερδίζεται εύκολα, απαιτεί συνέπεια, εμπιστοσύνη και απτή αξία. Οι μάρκες που επενδύουν στην αξιοπιστία και τις στρατηγικές εκπτώσεις θα είναι οι κερδισμένοι».