Σημαντική μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου σημείωσε η Ελλάδα την περίοδο 2005–2024, κατακτώντας την 6η θέση μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ, σύμφωνα με την ετήσια έκθεση του Green Tank με τίτλο «Τάσεις στο Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών στην ΕΕ και την Ελλάδα 2005-2024». Μάλιστα, η χώρα μας μείωσε κατά 63,9% τις εκπομπές στους τομείς παραγωγής ηλεκτρισμού και θερμότητας και της ενεργοβόρου βιομηχανίας, ξεπερνώντας κατά δέκα θέσεις τον μέσο όρο της ΕΕ, η οποία κατέγραψε μείωση 51,2%.
Μάλιστα, σύμφωνα με προηγούμενη ανάλυση του Green Tank, η ένταση άνθρακα της ηλεκτροπαραγωγής στην Ελλάδα τον Μάιο του 2025 βρέθηκε σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, φτάνοντας τα 214 γραμμάρια CO₂ ανά κιλοβατώρα.
Η χαμηλότερη αυτή τιμή της τελευταίας δεκαετίας, αποδιδόταν από τους αναλυτές κυρίως στην αυξημένη συμμετοχή των ΑΠΕ στο ενεργειακό μείγμα.
Τι προβλέπει το Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών (ΣΕΔΕ)
Το ΣΕΔΕ είναι στο επίκεντρο της πολιτικής της ΕΕ στο πλαίσιο της δράσης για το κλίμα προκειμένου να μειωθούν οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου με έναν οικονομικά αποδοτικό τρόπο.
Το σύστημα βασίζεται στην αρχή των « ανωτάτων ορίων και εμπορίας ». Αυτό συνεπάγεται ότι τίθεται «ανώτατο όριο», ή όριο, επί της συνολικής ποσότητας ορισμένων αερίων του θερμοκηπίου που μπορούν να εκπέμπονται από εγκαταστάσεις που καλύπτονται από το σύστημα. Το ανώτατο όριο μειώνεται με την πάροδο του χρόνου ούτως ώστε να μειωθούν οι συνολικές εκπομπές.
Εντός του ανωτάτου ορίου, οι εγκαταστάσεις λαμβάνουν ή αγοράζουν δικαιώματα εκπομπής τα οποία μπορούν να ανταλλάζουν μεταξύ τους ανάλογα με τις ανάγκες τους. Το όριο του συνολικού αριθμού των διαθέσιμων δικαιωμάτων διασφαλίζει την αξία τους.
Στο τέλος κάθε έτους, κάθε εγκατάσταση πρέπει να παραδίδει αρκετά δικαιώματα για την κάλυψη όλων των εκπομπών της. Εάν μια εγκατάσταση μειώσει τις εκπομπές της, μπορεί να διατηρήσει τα δικαιώματα που δεν έχει αξιοποιήσει για να καλύψει τις μελλοντικές της ανάγκες ή για να τα πουλήσει σε άλλη εγκατάσταση που δεν έχει δικαιώματα.

Μείωση- ρεκόρ για την ΕΕ αλλά ανησυχία για αερομεταφορές
Συνολικά, οι εκπομπές των τομέων που υπάγονται στο ΣΕΔΕ – δηλαδή η παραγωγή ηλεκτρισμού και θερμότητας, η ενεργοβόρος βιομηχανία και οι αερομεταφορές – μειώθηκαν κατά 51,2% στην ΕΕ-27 από το 2005 έως το 2024. Πρόκειται για σημαντικό βήμα προς την επίτευξη του στόχου της ΕΕ για μείωση κατά 62% έως το 2030.
Όσον αφορά στις μεγαλύτερες μειώσεις, αυτές καταγράφηκαν στο Λουξεμβούργο, την Πορτογαλία και τη Δανία, ενώ στον αντίποδα βρίσκονται η Κύπρος, η Σουηδία και η Πολωνία. Αξιοσημείωτη είναι και η συνολική μείωση 5,2% από το 2023 στο 2024, παρά το γεγονός ότι επτά κράτη μέλη παρουσίασαν αυξητικές τάσεις.
Παράλληλα, οι εκπομπές από την ηλεκτροπαραγωγή και τη θερμότητα μειώθηκαν εντυπωσιακά κατά 9,7%, φτάνοντας τα 574,7 εκατ. τόνους. Ωστόσο, οι εκπομπές από τη βαριά βιομηχανία παρουσίασαν μόνο οριακή πτώση 1,1%, ενώ στις αερομεταφορές, παρατηρήθηκε αύξηση 15,1% σε σχέση με το 2023, με τις εκπομπές μάλιστα να πλησιάζουν στα προ πανδημίας επίπεδα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο τομέας της ναυτιλίας εντάχθηκε για πρώτη φορά στο ΣΕΔΕ με εκπομπές 62,2 εκατ. τόνους, εκ των οποίων το μεγαλύτερο ποσοστό προήλθε από την Ελλάδα.
Συνολικά, τέσσερις χώρες (Γερμανία, Πολωνία, Ιταλία, Ισπανία) ήταν υπεύθυνες για το 58,3% των συνολικών εκπομπών της ΕΕ-27. Παράλληλα, η βιομηχανία έλαβε επιδοτήσεις ύψους 27,24 δισ. ευρώ το 2024 μέσω δωρεάν δικαιωμάτων εκπομπών, τα οποία κάλυψαν το 70% των εσόδων από τη δημοπράτηση.
Έκτη η Ελλάδα στη μείωση -Προβληματίζει το 2024
Η Ελλάδα κατέγραψε συνολική μείωση εκπομπών της τάξης του 63,9% στους τομείς της ηλεκτροπαραγωγής και της ενεργοβόρου βιομηχανίας γεγονός που την κατατάσσει δέκα θέσεις πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Ωστόσο, τα στοιχεία για το 2024 δημιουργούν προβληματισμό. Συγκεκριμένα, ενώ η ΕΕ σημείωσε ιστορικό χαμηλό στις εκπομπές ηλεκτροπαραγωγής, η Ελλάδα παρουσίασε αύξηση, κυρίως λόγω ενισχυμένης χρήσης ορυκτού αερίου, με μέρος της παραγόμενης ενέργειας να εξάγεται στα Βαλκάνια.
Οι βιομηχανικές εκπομπές μειώθηκαν μόνο κατά 0,3%με θετικό παράδειγμα τις μονάδες τσιμέντου (-6,9%), αλλά με αύξηση στα διυλιστήρια (+2,7%).
Αντίθετα, οι εκπομπές από τις αερομεταφορές αυξήθηκαν κατά 10,5% και είναι πλέον διπλάσιες σε σχέση με το 2013.
Όσον αφορά στη ναυτιλία, η Ελλάδα αναδείχθηκε πρώτη σε εκπομπές σε όλη την ΕΕ με 11,2 εκατ. τόνους, ξεπερνώντας χώρες όπως η Ιταλία και η Ισπανία.
Ποιοι είναι οι μεγαλύτεροι ρυπαντές στην Ελλάδα
Η πιο ρυπογόνος δραστηριότητα το 2024 ήταν η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από ορυκτό αέριο (8,2 εκατ. τόνοι), ακολουθούμενη από τα διυλιστήρια (6 εκατ. τόνοι), την παραγωγή τσιμέντου (4,4 εκατ. τόνοι) και για πρώτη φορά σε τέταρτη θέση τη λιγνιτική παραγωγή (4,3 εκατ. τόνοι).
Ο λιγνιτικός σταθμός του Αγίου Δημητρίου παραμένει πρώτος σε εκπομπές CO₂ στην Ελλάδα, με τρία διυλιστήρια και μία ναυτιλιακή εταιρεία να συμπληρώνουν τη λίστα των κορυφαίων ρυπαντών.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με άλλη ανάλυση του Green Tank έφθασε τους 1,4 εκατ. τόνους CO₂ για το πρώτο πεντάμηνο του 2025, παρά τη μειωμένη λειτουργία του.
«Η διαχρονική επιτυχία του ΣΕΔΕ στην ΕΕ αποτυπώνεται κυρίως στη μείωση εκπομπών στην ηλεκτροπαραγωγή. Στην Ελλάδα, όμως η πρόοδος δεν είναι δεδομένη, καθώς το 2024 καταγράφηκε αύξηση λόγω χρήσης ορυκτού αερίου που σε μεγάλο βαθμό διοχετεύθηκε στις εξαγωγές ρεύματος.
Η στασιμότητα στις εκπομπές της βιομηχανίας, η αύξηση στις αερομεταφορές και η πρωτιά της Ελλάδας στις εκπομπές της ναυτιλίας υπογραμμίζουν την ανάγκη για ταχύτερη στροφή σε λύσεις απανθρακοποίησης», ανέφερε χαρακτηριστικά η Ιωάννα Σούκα, Αναλύτρια ενεργειακής πολιτικής του Green Tank.