Με δέκα τρόπους προσδιορίζει η Εφορία το εισόδημα του φορολογούμενου σε περιπτώσεις που το πραγματικό εισόδημα σκοπίμως ή μη, δεν προκύπτει από τα βιβλία της επιχείρησης ή δεν υπάρχουν βιβλία και στοιχεία.
Η φορολογική νομοθεσία παρέχει τη δυνατότητα στους ελεγκτές να προβούν σε κατ΄ εκτίμηση υπολογισμό του φορολογητέου εισοδήματος ή των καθαρών κερδών, μέσα από πλήθος στοιχείων τα οποία είτε υπάρχουν στο αρχείο του Taxisnet είτε ανατρέχοντας σε στοιχεία τρίτων φορέων.
Με τη διαδικασία αυτή προσδιορίζεται το εισόδημα του συγκεκριμένου φορολογικού έτους (ή ετών) και επιβάλλονται ανάλογα ο φόρος εισοδήματος και ο ΦΠΑ.
Πιο συγκεκριμένα, σε απόφαση της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών, επισημαίνεται ότι στα διαθέσιμα στοιχεία, για τον προσδιορισμό του εισοδήματος σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος συμπεριλαμβάνονται ενδεικτικά στοιχεία και πληροφορίες που διαθέτει η Φορολογική Διοίκηση για την έκταση της συναλλακτικής δράσης και τις συνθήκες λειτουργίας του νομικού προσώπου/νομικής οντότητας ή του φυσικού προσώπου που ασκεί επιχειρηματική δραστηριότητα.
Τέτοια στοιχεία μπορούν να είναι:
- Οι αγορές, οι πωλήσεις και το μικτό κέρδος που εμφανίζει το πρόσωπο που ασκεί επιχειρηματική δραστηριότητα.
- Το ύψος των αμοιβών που εισπράττονται κατά περίπτωση, η πελατεία, το μικτό κέρδος που προκύπτει από ομοειδείς επιχειρηματικές ή επαγγελματικές δραστηριότητες, οι οποίες προσδιορίζονται με βάση ιδίως το χρόνο, τον τρόπο, τον τόπο και τα μέσα άσκησης της δραστηριότητας, καθώς και την ειδικότητα και τον επιστημονικό τίτλο κατά περίπτωση.
- Το απασχολούμενο προσωπικό.
- Το ύψος των κεφαλαίων που έχουν επενδυθεί.
- Το ύψος των ίδιων κεφαλαίων κίνησης.
- Το ποσό των δανείων και των πιστώσεων,
- Το ποσό των εξόδων παραγωγής και διάθεσης των εμπορευμάτων,
- Το ποσό των εξόδων διαχείρισης.
- Κάθε επιχειρηματική δαπάνη και γενικά κάθε άλλο στοιχείο που προσδιορίζει την επιχειρηματική δραστηριότητα αυτών.
- Στοιχεία και πληροφορίες που μπορούν να αντληθούν από τρίτες πηγές, τα οποία αφορούν τον φορολογούμενο.
Πότε εφαρμόζονται
Ο έμμεσος τρόπος προσδιορισμού του εισοδήματος χρησιμοποιείται από τις ελεγκτικές υπηρεσίες στις περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες η τήρηση των λογιστικών αρχείων (βιβλίων και στοιχείων) ή η σύνταξη των οικονομικών καταστάσεων σύμφωνα με τη νομοθεσία για τα λογιστικά πρότυπα γίνεται με τέτοιο τρόπο που καθιστά αδύνατη τη διενέργεια ελεγκτικών επαληθεύσεων ή καθιστά μη αξιόπιστο το λογιστικό σύστημα.
Ενδεικτικά, η διενέργεια ελεγκτικών επαληθεύσεων θεωρείται ότι δεν είναι δυνατή ή το λογιστικό σύστημα θεωρείται ως μη αξιόπιστο όταν:
- Δεν τηρούνται τα προβλεπόμενα βιβλία ή τηρούνται βιβλία κατώτερης κατηγορίας από την προβλεπόμενη.
- Δεν διαφυλάσσονται τα λογιστικά αρχεία (βιβλία και στοιχεία), οι ΦΗΜ, οι φορολογικές μνήμες και τα αρχεία των Φ.Η.Μ.
- Η οντότητα παραβιάζει ή παραποιεί ή επεμβαίνει κατά οποιονδήποτε τρόπο στη λειτουργία των φορολογικών ηλεκτρονικών μηχανισμών (Φ.Η.Μ.).
- Από το τηρούμενο λογιστικό σύστημα δεν παρέχονται ευχερώς και αναλυτικά και σε σύνοψη, όλα τα δεδομένα και οι πληροφορίες που απαιτούνται για να καθίσταται ευχερής η διενέργεια συμφωνιών και επαληθεύσεων κατά τη διάρκεια του ελέγχου.
Επισημαίνεται ότι σε κάθε περίπτωση, η αδυναμία διενέργειας ελεγκτικών επαληθεύσεων ή η μη αξιοπιστία του λογιστικού συστήματος αποτελεί θέμα πραγματικό, για το οποίο απαιτείται επαρκής τεκμηρίωση στην σχετική έκθεση ελέγχου, ώστε να αιτιολογείται ο προσδιορισμός του εισοδήματος με κάθε διαθέσιμο στοιχείο ή με τη χρήση των έμμεσων μεθόδων ελέγχου.
Ακόμη η ΑΑΔΕ διευκρινίζει τα ακόλουθα:
- Ο προσδιορισμός του εισοδήματος με την εφαρμογή κάθε διαθέσιμου στοιχείου ή των μεθόδων έμμεσου προσδιορισμού φορολογητέας ύλης εφαρμόζεται για τα έτη του ξεκινούν από 01.01.2014 και εντεύθεν.
- Εφαρμόζεται επίσης σε οποιοδήποτε στάδιο του ελέγχου διαπιστωθεί ότι δεν είναι δυνατός ο υπολογισμός του εισοδήματος με βάση πραγματικά στοιχεία του ελεγχόμενου.
- Στοιχεία που διαθέτει η Φορολογική Διοίκηση ή μπορούν να αντληθούν από τρίτες πηγές για τον φορολογούμενο δύναται να χρησιμοποιηθούν συνδυαστικά με στοιχεία από ομοειδείς επιχειρηματικές ή επαγγελματικές δραστηριότητες, εφόσον το φορολογητέο εισόδημα προσδιορίζεται με τη χρήση κάθε διαθέσιμου στοιχείου ή με τις έμμεσες μεθόδους προσδιορισμού της φορολογητέας ύλης.
Εφόσον διαπιστώνεται ανεπάρκεια ή ανακρίβεια των βιβλίων και στοιχείων, τα οποία τηρεί ο υπόχρεος στο φόρο, αναφορικά με τη φορολογητέα αξία, τα ποσοστά ή τις εκπτώσεις του φόρου, ο Προϊστάμενος Δ.Ο.Υ. προβαίνει στον προσδιορισμό τους με βάση τα υπόψη του στοιχεία και ιδίως:
α) Τα ακαθάριστα έσοδα που προσδιορίζονται ύστερα από έλεγχο στη φορολογία εισοδήματος, τις αγορές και τις σχετικές με το φόρο δαπάνες,
β) τα συναφή στοιχεία που προκύπτουν από τον έλεγχο άλλων φορολογιών από πληροφορίες που διαθέτει ή περιέρχονται σε αυτόν.