Το πάγωμα που έφερε η ακύρωση των ευνοϊκών ρυθμίσεων του Νέου Οικοδομικού Κανονισμού (ΝΟΚ) έριξε στο μισό τις νέες οικοδομικές άδειες το πρώτο δίμηνο του 2025, θολώνοντας το τοπίο των κατασκευών. Η λήξη του Ταμείου Ανάκαμψης απειλεί να ανακόψει το αναπτυξιακό άλμα του κλάδου, το οποίο αποτυπώνεται στο μερίδιο των επενδύσεων σε κατασκευές στο ΑΕΠ που εκτιμάται πως θα φτάσει στο 7,6% για το 2025 και στο 7,5% για το 2026.
Μέσα στην τελευταία πενταετία, το αντικείμενο του κατασκευαστικού κλάδου έχει υπερδιπλασιαστεί, φτάνοντας το 2024 σε συνολική αξία παραγωγής 15,74 δισ. ευρώ από μόλις 7,1 δισ. το 2020, όπως καταγράφεται στη μελέτη για τις τάσεις, προκλήσεις και προοπτικές των κατασκευών που διεξήγαγε το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) για λογαριασμό του Ταμείου Μηχανικών Εργοληπτών Δημοσίων Έργων (ΤΜΕΔΕ). Παραμένει βεβαίως από το ιστορικό υψηλό των 42,16 δις. ευρώ που είχε καταγραφεί το 2006.
Με όχημα τους πόρους ύψους 8,73 δισ. ευρώ που θα κινητοποιηθούν από το Ταμείο Ανάκαμψης την επόμενη διετία, η αναπτυξιακή πορεία αναμένεται να συνεχιστεί και το 2026. Σε συνδυασμό, δε, με τους πόρους του τρέχοντος ΕΣΠΑ, συμπεριλαμβανομένης της τραπεζικής χρηματοδότησης οι πόροι θα ξεπεράσουν τα 31 δισ. ευρώ.
Όμως το χρηματοδοτικό «κενό» που δημιουργείται με τη λήξη του RRF από το 2027 φέρνει νέες αβεβαιότητες. «Η ανοδική πορεία του κλάδου δεν οφείλεται μόνο στο εθνικό σχέδιο ανάκαμψης. Όμως σίγουρα θα υπάρξει ένα κενό. Ποια θα είναι η εξέλιξη για τον κλάδο θα εξαρτηθεί από τη ροή των έργων από άλλα χρηματοδοτικά προγράμματα τα επόμενα χρόνια», σημείωσε, κατά τη χθεσινή παρουσίαση της μελέτης, ο Γιώργος Μανιάτης, υπεύθυνος τμήματος κλαδικών μελετών του ΙΟΒΕ.
Περιορισμένες επενδύσεις εκσυγχρονισμού
Παρά τη θεαματική ανάκαμψη, μετά την καθίζηση της οικονομικής κρίσης, η ακαθάριστη προστιθέμενη αξία του κλάδου των κατασκευών διαμορφώθηκε σε 4,5 δισ. ευρώ το 2024 έναντι 17,9 δισ. ευρώ το 2006, όταν είχε καταγράψει το υψηλότερο σημείο της τελευταίας 20ετίας. Αν και το ανεκτέλεστο υπόλοιπο των μεγάλων ομίλων, το 2024, σκαρφάλωσε στα 17,36 δισ. ευρώ -μαζί με τις προς υπογραφή συμβάσεις-, όταν το 2006 ήταν 8,5 δισ. ευρώ, ο κλάδος αντιμετωπίζει διαχρονικές αγκυλώσεις.
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι επενδύσεις εκσυγχρονισμού του κλάδου αντιπροσώπευαν πέρσι το 6% του ΑΕΠ έναντι 14,7% το 2007. Βεβαίως, παρατηρείται βελτίωση από το 2021, καλύπτοντας τις αποσβέσεις και βελτιώνοντας τις παραγωγικές δυνατότητες του κλάδου. Παραμένουν ωστόσο 4,9 ποσοστιαίες μονάδες κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (ΕΕ-27).
Σε αυτό συνέβαλε και η βελτίωση της κερδοφορίας στον κλάδο που παρουσιάζει συστηματική ανάκαμψη μετά το 2017, παραμένει όμως χαμηλότερα συγκριτικά με την περίοδο πριν από το 2010. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, όπως αναλύθηκαν από το ΙΟΒΕ, αυτή ανήλθε το 2023 σε 1,8 δισ. ευρώ, ήτοι 12,5% της συνολικής αξίας παραγωγής των κατασκευών, όταν το 2006 είχε πιάσει κορυφή με ποσοστό 32%.
Αυτό το «κενό» επενδύσεων από τις επιχειρήσεις του κλάδου στερεί σε όρους παραγωγικότητας εργασίας, που βαίνει μειούμενη την περίοδο από το 2010 ως το 2024. Μάλιστα, είναι 44% χαμηλότερη από τη μέση παραγωγικότητα εργασίας στο σύνολο της ελληνικής οικονομίας και 56% κάτω από τη μέση παραγωγικότητα στις κατασκευές στην ΕΕ, γεγονός που αντανακλάται και στους μισθούς.
Χωροταξική αβεβαιότητα
Οι περιπέτειες του ΝΟΚ, σε αναμονή της νομοθετικής ρυθμίσεων για τη θεραπεία κάποιων συνεπειών της «κόκκινης κάρτας» που έδειξε το ΣτΕ στα bonus δόμησης και οι πολεοδομικές αλλαγές για την εκτός σχεδίου δόμηση, έφεραν ανάσχεση στο άλμα που είχαν κάνει οι νέες άδειες το 2024. Σύμφωνα με τα στοιχεία, ο αριθμός των νεών κατοικιών, με βάση τις οικονομικές άδειες, το 2024 ανήλθε σε 46.904. Αύξηση που μπορεί να οφείλεται και στο γεγονός ότι κάποιοι έσπευσαν για να προλάβουν τα κίνητρα.
Ωστόσο, η χωροταξική αβεβαιότητα έφερε αντιστροφή της ανοδικής τάσης τους πρώτους μήνες του 2025, οπότε καταγράφηκε μείωση 51% στο πλήθος των νέων κατοικιών και 49% στην επιφάνεια αυτών, συγκριτικά με το προηγούμενο έτος. Εξέλιξη που θα επηρεάσει την κατασκευαστική δραστηριότητα του 2026, δεδομένου ότι οι κατασκευές κατοικιών πέρσι αντιστοιχούσαν στο 40% της αξίας παραγωγής του κλάδου (6,16 δισ. ευρώ).
«Εμείς έχουμε υπολογίσει την επίδραση, όμως ήταν τόσο σημαντική η άνοδος του 2024 που θα τροφοδοτήσει την πραγματική δραστηριότητα της διετίας», σχολίασε ο κ. Μανιάτης. Σημείωσε, δε, ότι στη μελέτη καταγράφονται τα στοιχεία, όμως τους επόμενους μήνες μπορεί να φανεί ακόμα και αντιστάθμιση της μεγάλης μείωσης, η οποία να αποτυπωθεί και στην οικοδομική δραστηριότητα του 2026. «Η αγορά φαντάζομαι θα ισορροπήσει στα νέα δεδομένα, στις αποδόσεις που θα υπάρξουν στα ακίνητα και στα εκάστοτε κίνητρα που θα δίνονται», τόνισε χαρακτηριστικά.
Από την πλευρά του, ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ, καθηγητής Νίκος Βέττας, έθεσε το ευρύ πλαίσιο της δυσκολίας πρόσβασης στη στέγαση. «Υπάρχει μεγάλη ανισορροπία μεταξύ αποθέματος κατοικιών και αναγκών. Παρατηρούμε μεν μεγάλη μείωση του πληθυσμού της χώρας, ιδίως στις ενδιάμεσες ηλικίες και σε παιδιά, αυτό όμως από μία αύξηση νοικοκυριών, καθώς αλλάζει ραγδαία ο τρόπος που ζούμε», σημείωσε, διαβλέποντας την ανάγκη για περισσότερες και μικρότερες οικιστικές μονάδες.
Σε αυτή την κατεύθυνση, όπως εκτιμάται στη μελέτη, η αντιστάθμιση στην κατασκευαστική δραστηριότητα το 2026 θα μπορούσε να προκύψει από ανακαινίσεις και ενεργειακές αναβαθμίσεις λόγω των ευρωπαϊκών στόχων της «πράσινης μετάβασης».