Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) αναμένεται να προχωρήσει σε νέα μείωση των επιτοκίων καταθέσεων, συνεχίζοντας την πορεία νομισματικής χαλάρωσης για έβδομη συνεχόμενη φορά.
Η κίνηση αυτή ενισχύεται από τις τελευταίες εξελίξεις στο διεθνές εμπόριο, καθώς οι νέοι δασμοί που ανακοίνωσε ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ έχουν προκαλέσει αναταράξεις στις αγορές και επιβάρυνση των οικονομικών προοπτικών στην ευρωζώνη.
Σύμφωνα με έρευνα του Bloomberg, η πλειοψηφία των αναλυτών (60 από τους 62 συμμετέχοντες) εκτιμούν ότι το επιτόκιο καταθέσεων θα μειωθεί κατά 25 μονάδες βάσης, φτάνοντας στο 2,25% από 2,5%. Η σχεδόν ομόφωνη πρόβλεψη δείχνει ότι οι αγορές έχουν ήδη προεξοφλήσει τη συνέχιση της επεκτατικής πολιτικής, παρά τις αρχικές εκτιμήσεις ότι η ΕΚΤ ενδεχομένως να προχωρούσε σε παύση της πορείας αυτής.
Η κλιμάκωση των εμπορικών εντάσεων με τις ΗΠΑ έχει ενισχύσει την πεποίθηση ότι απαιτείται περαιτέρω νομισματική στήριξη. Οι επενδυτές μάλιστα βλέπουν τουλάχιστον δύο ακόμη μειώσεις έως το τέλος του 2025, ενώ παράλληλα αυξάνεται η πιθανότητα ανατίμησης του ευρώ και εκτροπής φθηνών κινεζικών αγαθών προς τις ευρωπαϊκές αγορές, με δυνητικό αποπληθωριστικό αντίκτυπο.
Η πρόεδρος της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, αναμένεται να κρατήσει ασαφή στάση στη συνέντευξη Τύπου της Πέμπτης, που θα πραγματοποιηθεί στη Φρανκφούρτη στις 14:45, μισή ώρα μετά την ανακοίνωση της απόφασης. Παρά τις εσωτερικές διαφορές στους κόλπους του Διοικητικού Συμβουλίου, οι περισσότεροι αξιωματούχοι – όπως ο Φρανσουά Βιλερουά ντε Γκαλό (Γαλλία), ο Όλι Ρεν (Φινλανδία) και ο Γκεντιμίνας Σίμκους (Λιθουανία) – έχουν εκφράσει τη στήριξή τους σε περαιτέρω χαλάρωση.
Ωστόσο, δεν λείπουν και οι φωνές για προσοχή. Ο Ρόμπερτ Χόλτσμαν από την Αυστρία, αν και δηλώνει ανοιχτός σε τεκμηριωμένες απόψεις, εκφράζει επιφυλάξεις για την αναγκαιότητα νέας μείωσης. Η ποικιλία των προβλέψεων αντανακλάται και στη νέα έρευνα του Bloomberg, όπου οι εκτιμήσεις για το επιτόκιο καταθέσεων στο τέλος του κύκλου κυμαίνονται από 1,25% έως 2,25%, με ορισμένους οικονομολόγους να προβλέπουν ακόμη και πιθανή αύξηση έως το 2026.
Στο πεδίο της δημοσιονομικής πολιτικής, η προσοχή στρέφεται κυρίως στη Γερμανία, όπου το σχέδιο μαζικών επενδύσεων σε υποδομές προκαλεί ερωτήματα για τη χρονική υλοποίησή τους και τον πληθωριστικό τους αντίκτυπο. Αν και ορισμένες αισιόδοξες προβλέψεις μιλούν για αναθέρμανση της οικονομίας έως το 2026, τα βραχυπρόθεσμα δεδομένα παραμένουν υποτονικά. Μάλιστα, κορυφαίοι Γερμανοί οικονομολόγοι έχουν αναθεωρήσει καθοδικά τις εκτιμήσεις τους για την ανάπτυξη το 2025.
Στο μέτωπο των δασμών, η πρόσφατη πρωτοβουλία του Τραμπ προκάλεσε ανατίμηση του ευρώ έναντι του δολαρίου, αλλά η μέχρι στιγμής ήπια αντίδραση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, χωρίς αντισταθμιστικούς δασμούς, περιορίζει τις πληθωριστικές πιέσεις μέσω των εισαγωγών.
Στην τελευταία τους ανακοίνωση, οι αξιωματούχοι της ΕΚΤ αναγνώρισαν ότι τα επιτόκια έχουν γίνει «ουσιαστικά λιγότερο περιοριστικά», αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο για περαιτέρω κινήσεις. Η προσέγγιση αυτή αντανακλά μια ισορροπία μεταξύ προσαρμογής στην τρέχουσα αβεβαιότητα και αποφυγής υπερβολικών δεσμεύσεων για το μέλλον.
Μια νέα μείωση θα φέρει τα επιτόκια πιο κοντά στο λεγόμενο «ουδέτερο επίπεδο» – εκείνο στο οποίο δεν ενθαρρύνεται ούτε αποθαρρύνεται η οικονομική δραστηριότητα. Παράλληλα, είναι πιθανό να υπάρξουν αλλαγές στη διατύπωση της ανακοίνωσης ή ακόμη και αφαίρεση της συγκεκριμένης φράσης, με σκοπό τη διατήρηση της ευελιξίας της πολιτικής σε ένα ρευστό γεωοικονομικό περιβάλλον.