Η Γαλλία δεν βρίσκεται αυτή τη στιγμή σε επίπεδο οικονομικής αστάθειας που να απαιτεί παρέμβαση από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), επεσήμανε η επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), Κριστίν Λαγκάρντ. Ωστόσο, η ίδια χαρακτήρισε ως «ανησυχητικό» οποιονδήποτε κίνδυνο ανατροπής κυβέρνησης εντός της ευρωζώνης.
Σε συνέντευξή της στον ραδιοφωνικό σταθμό Radio Classique, η Λαγκάρντ τόνισε ότι η «δημοσιονομική πειθαρχία παραμένει επιβεβλημένη στη Γαλλία», ενώ πρόσθεσε πως παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις στα σπρεντ των γαλλικών ομολόγων.
Η πολιτική αβεβαιότητα στη χώρα έχει ενταθεί, καθώς κόμματα της γαλλικής αντιπολίτευσης έχουν διαμηνύσει ότι θα καταψηφίσουν την κυβέρνηση μειοψηφίας στην επικείμενη διαδικασία παροχής ψήφου εμπιστοσύνης, που έχει προγραμματιστεί για τη Δευτέρα 8 Σεπτεμβρίου.
Η απόφαση αυτή συνδέεται άμεσα με το αποδοκιμαζόμενο πρόγραμμα δημοσιονομικής λιτότητας του πρωθυπουργού Φρανσουά Μπαϊρού για το 2026, ο οποίος κατέφυγε στην πρόωρη αυτή πολιτική δοκιμασία μετά από αιφνιδιαστική ανακοίνωσή του την προηγούμενη εβδομάδα. Οι ενδείξεις αυτή τη στιγμή συγκλίνουν προς την απώλεια της εμπιστοσύνης και πιθανή παραίτησή του.
Η αβεβαιότητα αυτή έχει προκαλέσει πτωτικές πιέσεις στα γαλλικά χρηματιστήρια και στην αγορά ομολόγων, γεγονός που επιδρά στο ευρύτερο οικονομικό περιβάλλον της δεύτερης μεγαλύτερης οικονομίας της ευρωζώνης.
Διευκρινίζοντας το θεσμικό πλαίσιο για παρεμβάσεις του ΔΝΤ, η κυρία Λαγκάρντ δήλωσε πως «οι χώρες ζητούν την παρέμβαση του ΔΝΤ σε συνθήκες στις οποίες το τρέχον ισοζύγιο είναι σοβαρά ελλειμματικό και στις οποίες η χώρα δεν μπορεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της: δεν είναι σήμερα αυτή η κατάσταση της Γαλλίας», υπογραμμίζοντας τη σχετική ανθεκτικότητα της γαλλικής οικονομίας παρά την αναταραχή.
Στο ίδιο πλαίσιο συνέντευξης, η επικεφαλής της ΕΚΤ εστίασε και στις διεθνείς προεκτάσεις, αναφερόμενη στη συζήτηση για την ανεξαρτησία της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ (Federal Reserve).
Η Κριστίν Λαγκάρντ επισήμανε ότι ενδεχόμενη απομάκρυνση του προέδρου της Fed, Τζερόμ Πάουελ, ή της διοικήτριας Λάιζα Κουκ, από τον Ντόναλντ Τραμπ θα συνιστούσε «πολύ σοβαρό κίνδυνο για την οικονομία των ΗΠΑ και την οικονομία του κόσμου».
Όπως δήλωσε χαρακτηριστικά: «Αν η νομισματική πολιτική των ΗΠΑ δεν θα είναι πλέον ανεξάρτητη και αντιθέτως θα εξαρτάται από τις υπαγορεύσεις αυτού ή του άλλου προσώπου, τότε πιστεύω πως ο αντίκτυπος στο ισοζύγιο της αμερικανικής οικονομίας θα μπορούσε, ως αποτέλεσμα του αντίκτυπου που θα είχε αυτό σε όλο τον κόσμο, να είναι πολύ ανησυχητικός, επειδή είναι η μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο».
Ο πρώην πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ έχει κατ' επανάληψη ασκήσει πιέσεις στον Τζερόμ Πάουελ για τη μη μείωση των επιτοκίων και έχει απειλήσει με την απομάκρυνσή του. Παράλληλα, έχει στοχοποιήσει και τη διοικήτρια Λάιζα Κουκ.