Ένα ρεκόρ στο κόστος δανεισμού των ελληνικών επιχειρήσεων συντελέσθηκε αθόρυβα μέσα στο 2024. Η διαφορά στα επιτόκια δανεισμού σε σχέση με τον μέσο όρο της ευρωζώνης μειώθηκε σε ποσοστό χαμηλότερο του 1%, το μικρότερο από το 2004, ενώ στις χειρότερες εποχές της οικονομικής κρίσης, το 2012, είχε ξεπεράσει και το 3%, αποτελώντας ένα πολύ σοβαρό ανταγωνιστικό μειονέκτημα για τις επιχειρήσεις της χώρας.
Όπως παρατηρεί η Τράπεζα της Ελλάδος (Έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική), «η επί σειρά ετών σύγκλιση των ονομαστικών επιτοκίων δανεισμού στην Ελλάδα προς τον ευρωπαϊκό μέσο όρο εξακολούθησε και το τρέχον έτος, με συνέπεια η μεταξύ τους διαφορά να έχει πλέον περιοριστεί σε λιγότερο από μία ποσοστιαία μονάδα και στους δύο τομείς», δηλαδή τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις (ΜΧΕ) και τα νοικοκυριά.
Ειδικότερα, «το δεκάμηνο του 2024 η διαφορά επιτοκίου μεταξύ Ελλάδος και ζώνης του ευρώ στο μεσοσταθμικό κόστος δανεισμού περιορίστηκε στις 72 μονάδες βάσης για τις ΜΧΕ, από 118 μονάδες το 2023 και έναντι μέσου όρου 257 μονάδων την περίοδο 2011 - 2022. Για τα στεγαστικά δάνεια των νοικοκυριών, η απόκλιση μειώθηκε στις 41 μονάδες βάσης, από 45 το 2023 και έναντι μέσου όρου 73 μονάδων την περίοδο 2011 - 2022».
Απόκλιση στο κόστος δανεισμού σε επιχειρηματικά και στεγαστικά δάνεια (2004 - 2024)

Πιο κερδισμένες οι επιχειρήσεις
Από τη σύγκλιση στο κόστος δανεισμού, οι επιχειρήσεις είναι οι πιο κερδισμένες, καθώς, όπως φαίνεται στο γράφημα της ΤτΕ, η διαφορά επιτοκίων σε σχέση με την ευρωζώνη έχει μειωθεί στο χαμηλότερο επίπεδο από το 2004. Δηλαδή, σήμερα οι επιχειρήσεις βρίσκονται σε καλύτερη θέση ακόμη και από την «καλή» περίοδο που ακολούθησε την είσοδο της χώρας στην ευρωζώνη.
Πρόκειται για μια πολύ σημαντική αλλαγή σκηνικού, ιδιαίτερα αν αναλογισθεί κανείς ότι, την προηγούμενη δεκαετία και ιδιαίτερα στην κορύφωση της κρίσης, όταν η Ελλάδα αντιμετώπιζε τον κίνδυνο εξόδου από την ευρωζώνη, ακόμη και πολύ ισχυροί επιχειρηματικοί όμιλοι δυσκολεύονταν να αντιμετωπίσουν το ανταγωνιστικό μειονέκτημα του ακριβού δανεισμού.
Η σταθερή μείωση της διαφοράς επιτοκίων Ελλάδας - ευρωζώνης, ιδιαίτερα στα επιχειρηματικά δάνεια, φαίνεται ότι εξηγείται από πολλούς παράγοντες:
- Το ρίσκο στην οικονομία έχει μειωθεί δραστικά, καθώς η δημοσιονομική εξυγίανση έχει ολοκληρωθεί και σταδιακά ανακτήθηκε η επενδυτική βαθμίδα.
- Οι τράπεζες έχουν εξυγιάνει τα χαρτοφυλάκιά τους και είναι σε θέση να αυξήσουν τις χορηγήσεις δανείων, την ώρα που και ο επιχειρηματικός τομέας της χώρας, βρίσκεται σε φάση ανάκαμψης μετά την κρίση και αναζητεί δανεισμό για επενδύσεις και κεφάλαιο κίνησης.
- Οι τράπεζες δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στα επιχειρηματικά δάνεια, σε αντίθεση με την προ κρίσης περίοδο όπου έδιναν έμφαση στα καταναλωτικά, με αποτέλεσμα να λειτουργεί καλύτερα ο ανταγωνισμός στην κατηγορία των επιχειρηματικών δανείων και να συμπιέζονται τα επιτόκια.
Τα ευρωπαϊκά χρηματοδοτικά εργαλεία
Ένας πρόσθετος, πολύ σημαντικός παράγοντας που οδηγεί στη μείωση των επιτοκίων δανεισμού των επιχειρήσεων είναι τα ευρωπαϊκά χρηματοδοτικά εργαλεία (ΕΣΠΑ, Ταμείο Ανάκαμψης), μέσω των οποίων προσφέρονται φθηνά δάνεια όχι μόνο σε μεγάλες, αλλά και σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Η Τράπεζα της Ελλάδος παρατηρεί ότι:
- Η συμβολή των προγραμμάτων του Ομίλου της ΕΤΕπ, της ΕΑΤ και του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας στην ελάφρυνση του κόστους δανεισμού των επιχειρήσεων ενισχύθηκε το 2024, καθώς το μερίδιο της χρηματοδότησης που χορηγούν οι τράπεζες σε συνάφεια με τα εν λόγω προγράμματα αυξήθηκε στο σύνολο των νέων τραπεζικών πιστώσεων σε σύγκριση με το 2023.
- Οι όροι δανεισμού των δικαιούχων των εν λόγω προγραμμάτων αποτυπώνονται μερικώς μόνο στη στατιστική σειρά των επιτοκίων και είναι σημαντικά ευνοϊκότεροι από ό,τι ορίζεται στην τιμολογιακή πολιτική των πιστωτικών ιδρυμάτων για τις κοινές τραπεζικές πιστώσεις.
- Τα προγράμματα προβλέπουν συγχρηματοδοτήσεις με χαμηλότοκα ή άτοκα επιχειρηματικά δάνεια (ή και συγχρηματοδοτήσεις στεγαστικών δανείων). Προβλέπουν επίσης εγγυοδοτήσεις, που ενθαρρύνουν ελάφρυνση των ονομαστικών επιτοκίων χορηγήσεων (η οποία αντανακλάται στη σειρά των επιτοκίων).
- Οι εκταμιεύσεις επιχειρηματικών δανείων που σχετίζονται με τα χρηματοδοτικά εργαλεία ανήλθαν το δεκάμηνο Ιανουαρίου-Οκτωβρίου 2024 σε 2,9 δισεκ. ευρώ (δεκάμηνο 2023: 1,7 δισεκ. ευρώ, σύνολο 2023: 2,0 δισεκ. ευρώ), ποσό που ισοδυναμεί με το 14% των νέων δανείων καθορισμένης διάρκειας (τακτής λήξης) προς ΜΧΕ για την ίδια περίοδο.
- Ιδιαίτερα ωφελημένες υπήρξαν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜμΕ), καθώς πάνω από το 40% της τραπεζικής χρηματοδότησής τους την επισκοπούμενη περίοδο υποστηρίχθηκε από τα εν λόγω προγράμματα.
- Οι εκταμιεύσεις επιχειρηματικών δανείων που συνδέονται με το Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας ανήλθαν την ίδια περίοδο σε 1,9 δισεκ. ευρώ (δεκάμηνο 2023: 1 δισεκ. ευρώ, σύνολο 2023: 1,4 δισεκ. ευρώ) και αντιπροσώπευαν περίπου το 10% των νέων δανείων καθορισμένης διάρκειας (τακτής λήξης) προς ΜΧΕ για την εν λόγω περίοδο.
Μείωση επιτοκίων το 2024, προσδοκίες για το 2025
Το μέσο επιτόκιο των επιχειρηματικών δανείων μειώθηκε το 2024 στο 5,5%, δηλαδή κατά 25 μονάδες βάσης σε σχέση με το 2023, σύμφωνα με την ΤτΕ. Για το 2025, οι επιχειρήσεις μπορούν να προσβλέπουν σε ακόμη μεγαλύτερη μείωση του κόστους δανεισμού, με το μέσο επιτόκιο να υποχωρεί κάτω από το 5%, καθώς η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αναμένεται να συνεχίσει τις μειώσεις των βασικών επιτοκίων.
Αναλυτικότερα, όπως αναφέρει η ΤτΕ, «μεταξύ των επιμέρους κατηγοριών δανείων τακτής λήξης, αξιόλογη υποχώρηση, κατά περίπου μισή ποσοστιαία μονάδα, κατέγραψαν τα δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου ύψους έως 250.000 ευρώ».
Επιπλέον,
- Το μεσοσταθμικό επιτόκιο δανεισμού διαμορφώθηκε κατά μέσο όρο το δεκάμηνο του 2024 σε: (α) 6,0% στα δάνεια έως 250.000 ευρώ (2023: 6,2%), (β) 5,9% στα δάνεια μεταξύ 250.000 ευρώ και 1 εκατ. ευρώ (2023: 5,8%)2 και (γ) 5,4% στα δάνεια άνω του 1 εκατ. ευρώ (2023: 5,8%).
- Το μερίδιο των νέων δανείων άνω του 1 εκατ. ευρώ ενισχύθηκε ελαφρώς σε σύγκριση με το 2023 (σε 90% της ετήσιας ακαθάριστης ροής των επιχειρηματικών δανείων με τακτή λήξη κατά την επισκοπούμενη περίοδο, έναντι 87% το 20233).
- Τα επιτόκια στα δάνεια προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις (που αντιπροσώπευαν περίπου το 25% της ακαθάριστης ροής επιχειρηματικών δανείων με τακτή λήξη το 2024) κατέγραψαν μειώσεις μόλις από τα μέσα του τρέχοντος έτους, με συνέπεια –λόγω της προηγηθείσας ανοδικής τάσης τους– το μεσοσταθμικό επιτόκιο να διαμορφωθεί το τρέχον έτος κατά μέσο όρο σε 5,9%, ελαφρώς υψηλότερα έναντι της μέσης τιμής του 2023.
- Τέλος, στα δάνεια μη καθορισμένης διάρκειας το μεσοσταθμικό επιτόκιο παρέμεινε αμετάβλητο σε 6,5%.