Η ολοκλήρωση της συμφωνίας μεταξύ Πειραιώς και Εθνικής Ασφαλιστικής αλλάζει ουσιαστικά το σκηνικό στην ελληνική ασφαλιστική αγορά, σύμφωνα με νέα έκθεση της Jefferies.
Όπως σημειώνεται, «η Πειραιώς αποκτά πλέον ρόλο κορυφαίου παίχτη στην εγχώρια ασφάλιση», γεγονός που αφήνει την Εθνική Τράπεζα (NBG) με ένα κενό που θα πρέπει να καλύψει.
Παράλληλα, η Eurobank συνεχίζει να ενισχύει δυναμικά την παρουσία της, αποκτώντας το κομμάτι ζωής της Eurolife μετά και τις προηγούμενες κινήσεις της στην Κύπρο.
Με δεδομένο ότι η Ελλάδα παραμένει πιο πίσω σε σχέση με την Ευρώπη, η Jefferies εκτιμά ότι «ο ασφαλιστικός κλάδος αποτελεί ξεκάθαρη ευκαιρία ανάπτυξης για τις ελληνικές τράπεζες».
Η Πειραιώς ανακοίνωσε αυτή την εβδομάδα την ολοκλήρωση της εξαγοράς της Εθνικής Ασφαλιστικής έναντι 600 εκατ. ευρώ.
Σύμφωνα με τη Jefferies, η διοίκηση της τράπεζας υπολογίζει ότι η συμφωνία θα ενισχύσει τα κέρδη ανά μετοχή κατά περισσότερο από 5% και την απόδοση επί των ενσώματων ιδίων κεφαλαίων κατά περίπου 1%.
Η επίδραση στα κεφάλαια της τράπεζας υπολογίζεται στις 150 μονάδες βάσης του CET1, αν και το ποσό μπορεί να περιοριστεί κατά περίπου 50 μονάδες εφόσον η Πειραιώς λάβει το λεγόμενο Danish Compromise.
Η τράπεζα διατηρεί ήδη συνεργασίες με τις NN Hellas και Ergo, ενώ μετά τη συμφωνία αποκτά τον έλεγχο του δεύτερου μεγαλύτερου ασφαλιστικού ομίλου στη χώρα.
Η Jefferies επισημαίνει ότι η διοίκηση της Πειραιώς βλέπει «σημαντικό περιθώριο υπεραπόδοσης σε σχέση με την τρέχουσα καθοδήγηση», ιδίως μετά το 2028.
Η ίδια αναμένει περίπου 100 εκατ. ευρώ αύξηση στα profit-before-tax, όταν ολοκληρωθεί πλήρως η ενσωμάτωση της Εθνικής Ασφαλιστικής και αξιοποιηθεί η δυναμική του bancassurance.
Χαρακτηριστικό είναι ότι το 2024 μόνο το 24% των ασφαλίστρων της Εθνικής Ασφαλιστικής περνούσε από το τραπεζικό δίκτυο, ενώ στην Eurolife το αντίστοιχο ποσοστό έφτανε το 70%. «Η δυνατότητα αύξησης της διείσδυσης των τραπεζικών καναλιών είναι ξεκάθαρη», αναφέρει η έκθεση.
Στο μέτωπο της Eurobank, η τράπεζα προχώρησε σε συμφωνία εξαγοράς του συνόλου της δραστηριότητας ζωής της Eurolife στην Ελλάδα, αποκτώντας το υπόλοιπο 80%.
Η Eurobank εκτιμά ότι η κίνηση θα ενισχύσει τα κέρδη ανά μετοχή κατά περίπου 5% και την απόδοση επί των ιδίων κεφαλαίων κατά 100 μονάδες βάσης, με αντίστοιχη επίπτωση 120 μονάδων βάσης στα κεφάλαια CET1.
Η Jefferies υπογραμμίζει ότι η Eurobank είχε ήδη ισχυρή συνεργασία με την Eurolife, γεγονός που αναμένεται να κάνει την ενσωμάτωση «ομαλή και γρήγορη».
Παράλληλα, η τράπεζα πλέον θα διαθέτει δικές της δραστηριότητες ζωής τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Κύπρο, διατηρώντας παράλληλα ποσοστά σε εταιρείες γενικών ασφαλίσεων.
Για την Alpha Bank και την Εθνική Τράπεζα, η Jefferies υπενθυμίζει ότι έχουν επιλέξει το μοντέλο αποκλειστικών συνεργασιών.
Το 2020 η Alpha υπέγραψε συμφωνία αποκλειστικής διάθεσης προϊόντων με τη Generali, ενώ η Εθνική Τράπεζα έχει αντίστοιχη 15ετή συμφωνία με την Εθνική Ασφαλιστική από το 2022.
Μετά την εξαγορά της Εθνικής Ασφαλιστικής από την Πειραιώς, η Jefferies εκτιμά ότι «η Εθνική Τράπεζα θα χρειαστεί πλέον να εξετάσει μια νέα στρατηγική συνεργασία», σημειώνοντας ότι η NN Hellas, ο μεγαλύτερος ασφαλιστικός φορέας στην Ελλάδα, έχει πλέον χάσει έναν από τους σημαντικότερους διαύλους διανομής της.
Η ανάλυση εστιάζει και στη θέση ισχύος της Εθνικής Τράπεζας. Με CET1 στο 19% στο τέλος του εννεαμήνου 2025, δηλαδή 500 μονάδες βάσης πάνω από τον στόχο του 14%, η Jefferies θεωρεί ότι η τράπεζα διαθέτει «άνεση κεφαλαίου» και «δυνατότητα να εξετάσει ακόμη και εξαγορές μεριδίων σε ασφαλιστικές εταιρείες», είτε μέσω κοινοπραξίας είτε μέσω πλήρους απόκτησης.
Η Jefferies επισημαίνει ότι δεν αναμένει απαιτητικές κεφαλαιακές ανάγκες για μια τέτοια κίνηση, ενώ εκτιμά ότι η NBG θα διατηρήσει άνετο κεφαλαιακό «μαξιλάρι». Η διοίκηση της τράπεζας δεν έχει προβεί σε οποιαδήποτε επίσημη τοποθέτηση.
Τα μικτά εγγεγραμμένα ασφάλιστρα αντιστοιχούσαν το 2023 στο 2,3% του ΑΕΠ, έναντι περίπου 5% στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου.
Οι τράπεζες έχουν τονίσει ότι «το κενό αυτό δημιουργεί ευκαιρία για αύξηση εσόδων μέσω διασταυρούμενης πώλησης προϊόντων», ενώ χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η έκρηξη στα έσοδα από asset management, που κατέγραψαν αύξηση 50% σε ετήσια βάση στα αποτελέσματα τρίτου τριμήνου 2025.