Με μια νέα παρέμβαση στον προσωπικό του λογαριασμό στο LinkedIn, ο Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της Mytilineos, Ευάγγελος Μυτιληναίος, επισημαίνει τους κινδύνους που προκύπτουν από την εφαρμογή της ευρωπαϊκής πολιτικής εμπορίας ρύπων (ETS) για τον τομέα του αλουμινίου, χαρακτηρίζοντάς την ως «στρατηγικά ανεύθυνη».
Αφορμή στάθηκε πρόσφατο ρεπορτάζ του Bloomberg με τίτλο «Chinese Tycoons Are Turning Indonesia Into an Aluminum Giant» (9 Ιουλίου 2025), που ανέδειξε τη ραγδαία άνοδο της Ινδονησίας στον κλάδο του νικελίου και τώρα και του αλουμινίου, χάρη στη φθηνή λιγνιτική ενέργεια και την κινεζική επενδυτική δραστηριότητα.
Η μετακίνηση της βιομηχανικής παραγωγής προς τρίτες χώρες, υπογραμμίζει ο κ. Μυτιληναίος, γίνεται χωρίς κανένα κόστος άνθρακα, σε αντίθεση με την αυστηρή ρύθμιση που υφίσταται η ευρωπαϊκή παραγωγή.
Ο κ. Μυτιληναίος καταγγέλλει ότι το ευρωπαϊκό ETS ουσιαστικά επιβαρύνει τις καθαρές διαδικασίες επεξεργασίας αλουμίνας και ανακύκλωσης, καθώς εντάσσονται σε γενικά πρότυπα αναφοράς (benchmarks) που δεν αντικατοπτρίζουν τις χαμηλές εκπομπές τους.
Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά: «Φορολογούμε τους καθαρότερους παραγωγούς στον κόσμο, ενώ ταυτόχρονα αφήνουμε ανεξέλεγκτη την επέκταση της βιομηχανίας του άνθρακα σε τρίτες χώρες».
Η κατάσταση αυτή οδηγεί σε σταδιακή έξοδο της ευρωπαϊκής παραγωγής αλουμινίου από την ήπειρο, απειλώντας, όπως τονίζει, «τη βιομηχανική ραχοκοκαλιά της Ευρώπης».
Ο κ. Μυτιληναίος ζητά άμεση αναθεώρηση του ευρωπαϊκού ETS, με: την καθιέρωση εξειδικευμένου και ρεαλιστικού προτύπου για την κατεργασία αλουμίνας, αναγνωρίζοντας τη σημασία της ως στρατηγικής πρώτης ύλης. Επίσης, την δημιουργία ξεχωριστού προτύπου αναφοράς για την ανακύκλωση αλουμινίου, λαμβάνοντας υπόψη τις σημαντικά μειωμένες εκπομπές (έως και 95% λιγότερες) και την εφαρμογή ενός προσωρινού «παγώματος» (stop-the-clock) στις σχετικές επιβαρύνσεις, ώστε να προστατευθούν οι ευρωπαίοι παραγωγοί Κρίσιμων Πρώτων Υλών (CRMs) από υπέρμετρο κόστος.
Κλείνοντας, προειδοποιεί ότι κάθε καθυστέρηση θα οδηγήσει σε περαιτέρω μεταφορά της παραγωγής εκτός Ευρώπης, ενισχύοντας τελικά τα λιγότερο περιβαλλοντικά φιλικά μοντέλα και αποδυναμώνοντας την ευρωπαϊκή στρατηγική αυτονομία.