Η έκρυθμη νομισματική κατάσταση που επικρατούσε μετά την 28η Οκτωβρίου 1940 και ειδικά την περίοδο της γερμανικής κατοχής εντάθηκε επειδή, εκτός των εξόδων κατοχής, οι χώρες του Άξονα επέβαλαν στη χώρα, με τη Συμφωνία της Ρώμης της 14ης Μαρτίου 1942, να καταβάλει προς αυτές δάνειο, το οποίο χορηγούσε προς τις τοπικές γερμανικές και ιταλικές αρχές η Τράπεζα της Ελλάδος.
Στην έκδοση «Η ιστορία της Τράπεζας της Ελλάδος 1928-2008» που εκδόθηκε επί διοίκησης του αείμνηστου Γιώργου Προβόπουλου, καταγράφεται με ακρίβεια η υπόθεση της αναγκαστικής χορήγησης του Κατοχικού Δανείου, στους κατακτητές, αλλά και πώς… ξεχάστηκε από τις κυβερνήσεις έως και σήμερα.
Τα στοιχεία που ερμηνεύουν την εκμηδένιση της αξίας του νομίσματος, όπως αυτά παρατέθηκαν από τον Διοικητή της ΤτΕ Γ. Μαντζαβίνο το 1947, είναι τα εξής: Η Ελλάδα κατέβαλε, σύμφωνα με τη Συνθήκη της Χάγης περί αποζημιώσεων Αρχών Κατοχής, στη Γερμανία και την Ιταλία 87.811.216.671.480 δρχ. ή 3.381.001 χρυσές λίρες Αγγλίας (σύμφωνα με τη μέση τιμή της λίρας στο Χρηματιστήριο Αθηνών κατά τη διάρκεια της Κατοχής). Κατέβαλε επίσης 1.530.190.356.165.819 δρχ. ή 4.506.226 χρυσές λίρες ως δάνειο με μορφή πίστωσης.
Έτσι, το σύνολο εξόδων κατοχής και πιστώσεων ήταν 1.618.001.572.837.299 δρχ. ή 7.887.227 χρυσές λίρες.
Με άλλα λόγια, επειδή η αποζημίωση που αποσπάστηκε από την Ελλάδα για έξοδα κατοχής, ύψους 1.500 εκατ. δρχ. το μήνα, δεν επαρκούσε στους κατακτητές, αυτοί συμφώνησαν μεταξύ τους στη Ρώμη και επέβαλαν στην κατακτημένη Ελλάδα την υποχρέωση να τους καταβάλλει μηνιαία επιπλέον ποσά κατά τις ανάγκες τους με τη μορφή πίστωσης.
Στη Συμφωνία της Ρώμης δεν προβλεπόταν ρητά επιτόκιο, ούτε διακανονισμός εξόφλησης, αλλά υπήρχε σαφής αναφορά στη μελλοντική εξόφληση του δανείου.
Κατά τον κατοχικό «Υπουργό» Οικονομικών Σ. Γκοτζαμάνη μεταξύ γερμανικής κυβέρνησης και γερμανικών στρατιωτικών δυνάμεων στην Ελλάδα υπήρχε διχογνωμία περί το χειρισμό των οικονομικών υποθέσεων της κατεχόμενης χώρας, όπου οι στρατιωτικές δυνάμεις, που ζητούσαν απεριόριστα χρηματικά μέσα, υπερίσχυαν, αλλά και η γερμανική κυβέρνηση επέβαλε, όπως προαναφέρθηκε, την αποστολή ειδικών οικονομικών πληρεξουσίων στην Αθήνα, των D’ Agostino και Neubacher.
Οι πληρεξούσιοι επέβαλαν στις τοπικές στρατιωτικές αρχές να ενημερώνουν το ελληνικό Υπουργείο Οικονομικών σε ποιους Έλληνες πολίτες κατέβαλλαν ποια χρηματικά ποσά. Η πρακτική αυτή χαλάρωσε στη διάρκεια του 1943.
Στις 1.12.1942, μετά από έντονες πιέσεις των Αρχών Κατοχής, η ελληνική κυβέρνηση υποχρεώθηκε να προσαρμόσει τιμαριθμικά τα έξοδα κατοχής σε άλλη τρέχουσα αξία, που θα προέκυπτε από απόφαση ελληνοϊταλογερμανικής επιτροπής με βάση υπολογισμού την εξέλιξη του τιμαρίθμου μετά τις 14.3.1942 (ημέρα υπογραφής της Συμφωνίας της Ρώμης).
Με το νέο αυτό εξαναγκασμό της Ελλάδος, οι Αρχές Κατοχής επιδίωξαν να αυξήσουν αναδρομικά το ποσό των μηνιαίων εξόδων κατοχής, αντιλαμβανόμενες ότι η δανειακή τους επιβάρυνση αυξανόταν αλματωδώς και έπρεπε να περιοριστεί.
Λόγω του νέου αυτού διακανονισμού, σταμάτησε η καταβολή πιστώσεων για μικρό χρονικό διάστημα, τέθηκε ανώτατο όριο 8 δισεκ. δρχ. το μήνα για έξοδα κατοχής και αναλήφθηκε από τους κατακτητές η υποχρέωση να αρχίσουν από 1.4.1943 να εξοφλούν τις ήδη εισπραχθείσες πιστώσεις σε μηνιαίες δόσεις ίσες προς το 10% του ποσού που θα υπήρχε στις 31.3.1943.
Ούτε στη ρύθμιση αυτή αναφερόταν ρητά επιτόκιο, αν και υποδηλωνόταν, εμμέσως πλην σαφώς, τιμαριθμική αναπροσαρμογή του εξοφλούμενου ποσού. Τη συγκεκριμένη όμως ημέρα (1.4.1943), για να αποφευχθεί η εκπλήρωση της υποχρέωσης που είχε αναληφθεί, οι κατακτητές κατάργησαν τον “Πρωθυπουργό” Κων. Λογοθετόπουλο, αντικαθιστώντας τον με τον Ιω. Ράλλη, και έτσι το ζήτημα παραπέμφθηκε στις κατακτητικές καλένδες.
Στις 18.5.1943, με αναδρομική ισχύ από την 1.4.1943, ελευθερώθηκαν τα έξοδα κατοχής από το ανώτατο όριο των 8 δισεκ. δρχ. το μήνα και έγιναν απεριόριστα, ενώ ο χρησιμοποιούμενος τιμάριθμος εκτίμησής τους διευρύνθηκε, ώστε να εξυπηρετούνται καλύτερα οι σκοποί των κατακτητών.
Από τότε και έως τον Οκτώβριο του 1944 η δραχμή καταβαραθρώθηκε. Οι ελεύθεροι Έλληνες και οι Σύμμαχοι προέλαυναν στρατιωτικά, ενώ οι κατακτητές οπισθοχωρούσαν, απορροφώντας όμως δραχμές από την Τράπεζα της Ελλάδος και καταφέροντας ακόμη πιο σκληρά οικονομικά κτυπήματα στο νόμισμα της χώρας.
Πώς ξεχάστηκε
Στην παραπάνω κατάσταση, η ΤτΕ λειτουργούσε για λογαριασμό του Δημοσίου. Συνεπώς, είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι δάνειο υπήρξε, εκταμιεύθηκε και, επομένως, υφίσταται νομική υποχρέωση αποπληρωμής του, μολονότι η όλη διαδικασία, αλλά και η γενικότερη κατάσταση της σχέσης κατακτημένου-κατακτητών κατά τη σύναψη νομικών συμβάσεων, δημιουργούν ερωτηματικά.
Αυτά σχετίζονται, σε περίπτωση διεκδίκησης των πιστώσεων, με τη μετατροπή τους σε παρούσες αξίες, τη μεθοδολογία που θα ακολουθηθεί, το επιτόκιο που επιβάλλεται να εφαρμοστεί, ανεξάρτητα από το αν δεν συνομολογήθηκε τότε, σε συνάρτηση με τον πληθωρισμό που μεσολάβησε, καθώς και με άλλα ζητήματα.
Η Τράπεζα της Ελλάδος στάθηκε αρωγός των ελληνικών κυβερνήσεων, που από την Απελευθέρωση και μετά διερεύνησαν νομικές και οικονομικές πτυχές του ζητήματος, παράλληλα με την πολιτική.
Όντως, το ζήτημα των πιστώσεων τέθηκε στη Συνθήκη του Παρισιού το 1945, αν και, για διαδικαστικούς λόγους, η επίλυσή του δεν προχώρησε. Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, η Ομοσπονδιακή Γερμανία αναγνώρισε τα κατοχικά δάνεια που είχε συνάψει με τη Γιουγκοσλαβία και την Πολωνία και προχώρησε σε διακανονισμό με τις χώρες αυτές.
Το 1963, με εμπεριστατωμένη μελέτη της, η ΤτΕ ενημέρωσε τις πολιτικές αρχές της Ελλάδος για το ιστορικό και τις τότε υφιστάμενες εκτιμήσεις της αξίας των πιστώσεων.
Το ίδιο επαναλήφθηκε το 1991, μετά την υπογραφή της Συνθήκης “4 συν 2”, καθώς και το 1995, το 2000 και σε όλη την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα έως και το 2012-13.
Συνεπώς, όποτε οι πολιτειακές αρχές κρίνουν σκόπιμο, η ΤτΕ θα είναι και πάλι έτοιμη να επικουρήσει τη νομική διεκδίκηση του κατοχικού δανείου, με εναλλακτικές οικονομικές αναλύσεις και διαφορετικά σενάρια διεκδίκησης στη βάση μελετών και υπολογισμών που έχουν ήδη εκπονήσει στελέχη της τα έτη που προαναφέρθηκαν.