Σε μια από τις πλέον πολυσυζητημένες συνεντεύξεις Τύπου στον Λευκό Οίκο, ο Ντόναλντ Τραμπ ξεκαθάρισε τη στάση του απέναντι στην έννοια της ηγεσίας, δηλώνοντας ότι σε «πολλούς» Αμερικανούς «θα άρεσε να έχουν έναν δικτάτορα», διευκρινίζοντας ωστόσο πως ο ίδιος «δεν είναι δικτάτορας», αλλά «κάποιος με πολλή κοινή λογική και ευφυία».
Στη διάρκεια αυτής της μακράς συνάντησης με δημοσιογράφους στο Οβάλ Γραφείο, η ατζέντα περιστράφηκε γύρω από τη δημόσια ασφάλεια, τους χειρισμούς της κυβέρνησης στην μετανάστευση αλλά και τις συχνές επικρίσεις που δέχεται ο πρόεδρος από την αντιπολίτευση για αυταρχικές τάσεις.
Ο Αμερικανός πρόεδρος επέμεινε ότι οι αποφάσεις του, όπως η ανάπτυξη της εθνοφρουράς στους δρόμους της Ουάσιγκτον, γίνονται αντικείμενο παρερμηνειών, σχολιάζοντας: «Στέλνεις τον στρατό και, αντί να σε συγχαρούν, σε κατηγορούν πως επιτίθεσαι στη δημοκρατία».
Η παρέμβασή του αυτή σημειώνεται εν μέσω έντονων αντιδράσεων για τις ενέργειες της διοίκησής του σχετικά με την τάξη και την ασφάλεια στις πόλεις των ΗΠΑ.
Συμβολική κίνηση χαρακτηρίστηκε και η υπογραφή διατάγματος που επιβάλλει ποινή φυλάκισης σε όσους καίνε την αμερικανική σημαία.
Παρά τη σχετική απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου το 1989, που προστατεύει τέτοιες ενέργειες ως έκφραση ελευθερίας λόγου, ο Τραμπ δήλωσε χαρακτηριστικά: «Αν καις σημαία, θα πηγαίνεις έναν χρόνο φυλακή, χωρίς ούτε δυνατότητα αποφυλάκισης προτού εκτίσεις ολόκληρη την ποινή σου ούτε τίποτα».
Ο 79χρονος πρόεδρος, μιλώντας επί 80 λεπτά με αλλεπάλληλες παρεκβάσεις, εξέφρασε την πρόθεσή του να μετανομάσει το υπουργείο Άμυνας σε «υπουργείο Πολέμου», όπως ήταν γνωστό από το 1789 έως το 1949.
Σε μεταγενέστερη, συντομότερη συνάντηση με τον Τύπο, επισήμανε: «Άμυνα, αυτό είναι πολύ αμυντικό κι εμείς θέλουμε να είμαστε επιθετικοί», αφήνοντας να εννοηθεί ότι για την αλλαγή ονόματος δεν απαιτείται ψηφοφορία στο Κογκρέσο.
Η πολιτική αντιπαράθεση οξύνθηκε όταν ο Τραμπ επιτέθηκε λεκτικά κατά των δημοκρατικών αντιπάλων του, με επίκεντρο στελέχη που συζητούνται για την υποψηφιότητα στις εκλογές του 2028. Ιδιαίτερη αντιπαράθεση ξέσπασε με τον κυβερνήτη του Ιλινόις, Τζέι Μπι Πρίτσκερ, τον οποίο ο πρόεδρος χαρακτήρισε «βρομιάρη» και σχολίασε: «πρέπει να αθλείται περισσότερο», αναφερόμενος ειρωνικά στην σωματική του διάπλαση.
Από την πλευρά του, ο Πρίτσκερ, ο οποίος νωρίτερα είχε χαρακτηρίσει τον Τραμπ «δικτάτορα», συνέχισε την έντονη κριτική του από το Σικάγο, μία πόλη που ο Τραμπ έχει ανοιχτά δηλώσει ότι ενδέχεται να στοχοποιηθεί με ανάπτυξη εθνοφρουράς.
Ο κυβερνήτης επεσήμανε: «Ο Ντόναλντ Τραμπ θέλει να χρησιμοποιήσει τον στρατό για να καταλάβει μια αμερικανική πόλη, να τιμωρήσει όσους διαφωνούν μαζί του και να σκοράρει πολιτικούς πόντους. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο σε οποιαδήποτε άλλη χώρα, δεν θα δυσκολευόμασταν καθόλου να μιλήσουμε για επικίνδυνη αρπαγή εξουσίας», περιγράφοντας τον Τραμπ ως «μαθητευόμενο δικτάτορα».
Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης ο Τραμπ επέλεξε να σχολιάσει και άλλες πολιτείες, επιτιθέμενος στους κυβερνήτες της Καλιφόρνια (Γκάβιν Νιούσομ) και του Μέριλαντ (Γουές Μουρ) για την κριτική τους μέσω κοινωνικών δικτύων, ενώ χαρακτήρισε το έργο όλων των δυνητικών υποψηφίων των δημοκρατικών για την προεδρία ως κατώτερο των περιστάσεων.
Επαναλαμβάνοντας τη στάση του, επανέφερε το ενδεχόμενο επέκτασης των στρατιωτικών και αστυνομικών επιχειρήσεων στο Σικάγο, ακολουθώντας το παράδειγμα της Ουάσιγκτον, με στόχο την επιβολή της τάξης. Προανήγγειλε μάλιστα ότι η ομοσπονδιακή πρωτεύουσα θα είναι «αψεγάδιαστη» κατά τη διάρκεια του ερχόμενου Μουντιάλ Ποδοσφαίρου.
Με αφορμή το Μουντιάλ, ο πρόεδρος εκμεταλλεύθηκε τη στιγμή για να επιδείξει το κύπελλο της διοργάνωσης, δηλώνοντας με το χαρακτηριστικό του ύφος πως πρόκειται για τρόπαιο από «μασίφ χρυσό» και προσθέτοντας: «ξέρουν πώς να με ξεσηκώνουν!». Το ενδιαφέρον του Τραμπ για το χρυσό και τα πολύτιμα μέταλλα είναι άλλωστε ευρύτερα γνωστό, όπως και η αγάπη του για εντυπωσιακά αντικείμενα.
Σε άλλη αναφορά του, ο Τραμπ έθιξε το ζήτημα του ασιατικού κυπρίνου, ενός ψαριού που απειλεί τα οικοσυστήματα των Μεγάλων Λιμνών και ιδίως την πολιτεία του Ιλινόις. Όπως χαρακτηριστικά είπε, πρόκειται για ένα «ψάρι πολύ βίαιο, που έρχεται από την Κίνα, τον κινεζικό κυπρίνο» και «πηδάει πάνω σε βάρκες, παντού, έχει πολλή ενέργεια».
Επισήμανε το υψηλό κόστος για την αντιμετώπιση του προβλήματος, σημειώνοντας με έμφαση ότι «όσο δεν έχω λάβει κανένα αίτημα από αυτόν τον τύπο», εννοώντας τον Πρίτσκερ, «δεν πρόκειται να κάνω τίποτα».
Τέλος, ο Ρεπουμπλικάνος πρόεδρος, με σαφείς αιχμές προς τις πολιτείες υπό δημοκρατική διοίκηση, άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο να θέσει υπό εξέταση τους μηχανισμούς που εξασφαλίζουν χρηματοδότηση ή συνδρομή από το ομοσπονδιακό κράτος. Η δήλωση αυτή εντείνει το ήδη συγκρουσιακό κλίμα που κυριαρχεί στις σχέσεις του Λευκού Οίκου με τις τοπικές κυβερνήσεις.