Το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ αναμένεται να καταθέσει επίσημο αίτημα σήμερα για την άρση του απορρήτου στα έγγραφα που σχετίζονται με τον γνωστό επενδυτή και καταδικασμένο σεξουαλικό δράστη Τζέφρι Έπστιν.
Η υπόθεση επανέρχεται στο προσκήνιο ύστερα από δημοσιεύματα που συνδέουν τον Έπστιν με τον πρώην πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, γεγονός που έχει προκαλέσει σημαντικό πολιτικό αντίκτυπο τις τελευταίες ημέρες.
Σύμφωνα με πρόσφατο ρεπορτάζ της Wall Street Journal, ο τότε επιχειρηματίας και μετέπειτα πρόεδρος Τραμπ είχε αποστείλει μία αινιγματική επιστολή στον Έπστιν για τα πεντηκοστά (50ά) του γενέθλια, στις αρχές της δεκαετίας του 2000.
Η αποκάλυψη αυτή προκάλεσε την οργισμένη αντίδραση του Τραμπ, ο οποίος προανήγγειλε νομικές ενέργειες εναντίον της εφημερίδας και του ιδιοκτήτη της, Ρούπερτ Μέρντοκ.
Υπό την πίεση εξελίξεων και αντιδράσεων, κυρίως από Ρεπουμπλικάνους κύκλους, ο Τραμπ κάλεσε την Υπουργό Δικαιοσύνης να δημοσιοποιηθούν όλα τα στοιχεία και οι καταθέσεις που σχετίζονται με τη δικαστική διερεύνηση σε βάρος του Τζέφρι Έπστιν. Υπενθυμίζεται ότι ο Έπστιν απεβίωσε εντός των φυλακών το 2019, λίγο πριν ξεκινήσει η δίκη του, υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες.
Η Υπουργός Δικαιοσύνης, Παμ Μπόντι, δήλωσε δημοσίως ότι είναι έτοιμη να ζητήσει από το δικαστήριο την άρση του απορρήτου σχετικά με τις καταθέσεις των μελών της Επιτροπής Ενόρκων στην υπόθεση Έπστιν. Στο αμερικανικό σύστημα δικαιοσύνης, η Επιτροπή Ενόρκων αποτελείται από πολίτες που κρίνουν αν υπάρχουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία για την άσκηση δίωξης.
Ο Τραμπ ξεκαθάρισε πως η απόφαση για τη δημοσιοποίηση των σχετικών πρακτικών θα ληφθεί αποκλειστικά από τα αρμόδια δικαστικά όργανα.
Ο Δημοκρατικός βουλευτής και πρώην ομοσπονδιακός εισαγγελέας Ντάνιελ Γκόλνταμ υπογράμμισε πως τα έγγραφα στα οποία αναφέρεται η κυβερνητική πρόθεση αφορούν μόνο τον Τζέφρι Έπστιν και τη σύντροφό του, Γκισλέν Μάξγουελ.
Η Μάξγουελ έχει ήδη καταδικαστεί για την υπόθεση, ενώ, σύμφωνα με τον ίδιο, στα συγκεκριμένα έγγραφα δεν γίνεται αναφορά σε άλλα πρόσωπα ή ονόματα.
Ο Ντόναλντ Τραμπ αντιμετωπίζει το τελευταίο διάστημα αυξημένη αμφισβήτηση, με μερίδα υποστηρικτών του να εκφράζει την ανησυχία ότι η υπόθεση Έπστιν έκλεισε υπερβολικά βιαστικά, σε αντίθεση με προηγούμενες διαβεβαιώσεις για διαφάνεια και αποκαλύψεις.
Ο τ. επενδυτής συνελήφθη τον Ιούλιο του 2019 με κατηγορίες περί σεξουαλικής εκμετάλλευσης ανηλίκων και οργάνωσης εγκληματικής συμμορίας με τον ίδιο σκοπό.
Ένα μήνα αργότερα, βρέθηκε απαγχονισμένος στο κελί του, με το επίσημο πόρισμα να κάνει λόγο για αυτοκτονία. Ο θάνατός του, ωστόσο, πυροδότησε πληθώρα θεωριών συνωμοσίας, καθώς πολλοί πιστεύουν ότι δέχθηκε επίθεση για να μη μαρτυρήσει ονόματα ισχυρών και διάσημων προσώπων.
Το κίνημα Make America Great Again του Τραμπ εδώ και χρόνια απαιτεί τη δημοσιοποίηση της υποτιθέμενης «κρυφής λίστας» πελατών του Έπστιν. Ωστόσο, σύμφωνα με πρόσφατη ανακοίνωση του Υπουργείου Δικαιοσύνης και του FBI, δεν υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία για την ύπαρξη παρόμοιας λίστας ή στοιχείων για εκβιασμούς.
Η ανακοίνωση αυτή δέχθηκε πληθώρα αρνητικών αντιδράσεων στα κοινωνικά δίκτυα από λογαριασμούς που υποστηρίζουν την πολιτική πλατφόρμα MAGA.
Σε απάντηση, ο Τραμπ χαρακτήρισε «ηλίθιους» τους υποστηρικτές του και τους παρότρυνε «να ασχοληθούν με κάτι άλλο», επιρρίπτοντας παράλληλα ευθύνες στους Δημοκρατικούς για «ενορχηστρωμένη» προσπάθεια σύνδεσής του με το σκάνδαλο Έπστιν.