Σε μια απόφαση με σημαντικές πολιτικές και νομικές προεκτάσεις, το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ, στο οποίο κυριαρχούν οι συντηρητικοί δικαστές, στήριξε εν μέρει τον πρώην πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ, περιορίζοντας τη δυνατότητα των ομοσπονδιακών δικαστών να αναστέλλουν πανεθνικά κυβερνητικές αποφάσεις που κρίνονται παράνομες.
Η απόφαση ελήφθη με ψήφους 6 υπέρ και 3 κατά και αναμένεται να έχει άμεσο αντίκτυπο στη δικαστική επίβλεψη της εκτελεστικής εξουσίας. Στο επίκεντρο της υπόθεσης βρέθηκε η αμφιλεγόμενη απόπειρα της κυβέρνησης Τραμπ να καταργήσει το «δίκαιο του εδάφους», το δικαίωμα των παιδιών που γεννιούνται στις ΗΠΑ να αποκτούν αυτομάτως την αμερικανική υπηκοότητα.
Η συντηρητική δικαστής Έιμι Κόνεϊ Μπάρετ, συντάκτης της πλειοψηφίας, σημείωσε πως η δικαστική υπέρβαση των ορίων εξουσίας υπονομεύει τη συνταγματική ισορροπία. «Όταν ένα δικαστήριο θεωρεί ότι η εκτελεστική εξουσία ενεργεί παράνομα, δεν μπορεί το ίδιο να παραβιάζει τα δικά του όρια», τόνισε.
Το Ανώτατο Δικαστήριο απέφυγε να τοποθετηθεί επί της συνταγματικότητας του διατάγματος Τραμπ, που καταργούσε την αυτόματη ιθαγένεια για παιδιά μεταναστών χωρίς νόμιμη διαμονή.
Αντ’ αυτού, έκρινε ότι οι εθνικής κλίμακας απαγορεύσεις από μεμονωμένους δικαστές είναι πιθανό να υπερβαίνουν τις εξουσίες τους.
Το διάταγμα, που υπεγράφη στις 20 Ιανουαρίου 2025 –την πρώτη ημέρα της νέας θητείας του Τραμπ, προέβλεπε ότι τα παιδιά μεταναστριών χωρίς άδεια παραμονής ή προσωρινής άδειας, των οποίων ο πατέρας δεν είναι Αμερικανός πολίτης ή κάτοχος πράσινης κάρτας, δεν θα έχουν πλέον δικαίωμα στην ιθαγένεια.
Το «δίκαιο του εδάφους» κατοχυρώνεται από τη 14η τροπολογία του Συντάγματος, που θεσπίστηκε το 1868 μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο για να διασφαλίσει δικαιώματα στους πρώην σκλάβους.
Η αντίδραση στην απόφαση ήταν έντονη. Ο Τραμπ χαιρέτισε το αποτέλεσμα ως «τεράστια νίκη», ενώ ανακοίνωσε έκτακτη συνέντευξη Τύπου. Αντιθέτως, Δημοκρατικοί εισαγγελείς από 22 Πολιτείες, οργανώσεις υπέρ των μεταναστών και εγκυμονούσες μετανάστριες είχαν προσφύγει κατά του διατάγματος, το οποίο όλα τα Πρωτοδικεία και Εφετεία έκριναν αντισυνταγματικό.
Προσωρινά, το διάταγμα δεν θα εφαρμοστεί πριν περάσουν 30 ημέρες από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αλλά εκτιμάται ότι θα επηρεάσει περίπου 150.000 νεογέννητα κάθε χρόνο, στερώντας τους την αμερικανική ιθαγένεια.
Η απόφαση ανοίγει νέο κεφάλαιο στον ρόλο του Ανωτάτου Δικαστηρίου και του ομοσπονδιακού δικαστικού συστήματος, με πιθανές επιπτώσεις όχι μόνο στην κυβέρνηση Τραμπ, αλλά και σε μελλοντικές κυβερνήσεις.
Πολιτικοί αναλυτές κάνουν λόγο για ιστορική ανατροπή στον τρόπο με τον οποίο ασκείται η δικαστική εποπτεία της εκτελεστικής εξουσίας στις ΗΠΑ.