Σημαντική άνοδο κατέγραψαν οι διεθνείς τιμές πετρελαίου, σημειώνοντας αύξηση κατά 15% ήτοι 10 δολάρια, έως τα 78 δολάρια το βαρέλι την τελευταία εβδομάδα, μετά την επίθεση του Ισραήλ σε στρατιωτικές και πυρηνικές εγκαταστάσεις του Ιράν, γεγονός που οδήγησε σε κλιμάκωση του πυραυλικού πολέμου ανάμεσα στις δύο χώρες.
Συγκριτικά, πριν από εννιά μήνες οι εξελίξεις στην περιοχή είχαν προκαλέσει προσωρινή άνοδο της τιμής κατά 10 δολάρια, όμως τότε οι πολεμικές ενέργειες ήταν περιορισμένες. Αντίθετα, το εύρος και η ένταση των σημερινών συγκρούσεων δημιουργούν πολύ μεγαλύτερους γεωπολιτικούς κινδύνους για την αγορά ενέργειας.
Ιδιαίτερα, τρία χρόνια πριν, με φόντο την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, το μπρεντ ξεπέρασε τα 100 δολάρια το βαρέλι και παρέμεινε σε αυτά τα επίπεδα για τουλάχιστον έξι μήνες.
Καθοριστικός παράγοντας τότε ήταν η προοπτική εμπάργκο στο ρωσικό πετρέλαιο στη Δύση, σε περιβάλλον περιορισμένης προσφοράς και αυξημένης ζήτησης, καθώς οι οικονομίες ανακάμπταν μετά την κρίση του κορονοϊού αλλά η παραγωγή δεν επαρκούσε.
Αποτέλεσμα αυτής της ανισορροπίας ήταν η εκτόξευση των τιμών του μαύρου χρυσού και το ενεργειακό σοκ, σε συνδυασμό με το υψηλό κόστος του φυσικού αερίου.
Οι σημερινές συνθήκες προσφοράς και ζήτησης
Στη σημερινή συγκυρία, η εικόνα στην αγορά πετρελαίου έχει αναστραφεί. Η προσφορά βρίσκεται σημαντικά πάνω από τα επίπεδα της ζήτησης, λόγω της επιβράδυνσης της παγκόσμιας οικονομίας ενώ και οι αυξήσεις δασμών και ο εμπορικός πόλεμος των ΗΠΑ περιορίζουν περαιτέρω τη ζήτηση.
Ακόμη, καταγράφεται αύξηση στην παραγωγή αργού από χώρες εκτός ΟΠΕΚ -κυρίως τις Ηνωμένες Πολιτείες- αλλά και από μέλη του ΟΠΕΚ που είχαν μειώσει αισθητά την παραγωγή κατά την τελευταία διετία, προκειμένου να συγκρατήσουν τις τιμές.
Όπως αναφέρει η τελευταία έκθεση του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας (IEA), η παγκόσμια αγορά πετρελαίου αναμένεται να παραμείνει καλά εφοδιασμένη το 2024, εκτός αν σημειωθούν σοβαρές διαταραχές.
Η προσφορά αναμένεται να αυξηθεί κατά 1,8 εκατ. βαρέλια ημερησίως, υπερκαλύπτοντας την προβλεπόμενη αύξηση της ζήτησης που κυμαίνεται στα 720 χιλιάδες βαρέλια.
Γεωπολιτικά σενάρια και επιπτώσεις στις τιμές
Η υπερβάλλουσα προσφορά αποτελεί τον κύριο λόγο που οι τιμές είχαν υποχωρήσει αισθητά τους προηγούμενους μήνες, διαμορφούμενες κάτω από τα 70 δολάρια το βαρέλι έως τα μέσα Ιουνίου.
Η τρέχουσα αύξηση των τιμών θεωρείται από αναλυτές αδύνατο να διατηρηθεί μακροπρόθεσμα, εάν δεν υπάρξει σοβαρή διατάραξη της ομαλής ροής αργού — όπως μια ευρείας κλίμακας ανάφλεξη στη Μέση Ανατολή με διακοπές στην παραγωγή πολλών κρατών.
Μέχρι στιγμής, η παραγωγή αργού στον Περσικό Κόλπο παραμένει απρόσκοπτη, καθώς δεν έχουν πληγεί κρίσιμες υποδομές. Το Ιράν μάλιστα αύξησε τις εξαγωγές του, κυρίως προς την Κίνα, κατά 40% φτάνοντας τα 2,4 εκατ. βαρέλια ημερησίως. Ταυτόχρονα, η Τεχεράνη δεν έχει προχωρήσει στο κλείσιμο των Στενών του Ορμούζ - μια απειλή που συχνά επικαλείται σε περιόδους κρίσης, αλλά δεν έχει έως σήμερα υλοποιήσει.
Το κλείσιμο των Στενών του Ορμούζ θα επηρέαζε δραματικά την παγκόσμια αγορά – δεδομένου ότι πάνω από το 20% της παγκόσμιας παραγωγής πετρελαίου μεταφέρεται μέσω αυτής της θαλάσσιας διόδου – αλλά θεωρείται απίθανο να παραμείνει για μεγάλο διάστημα.
Αναλυτές της Citi εκτιμούν ότι εάν το Ιράν μπλοκάρει τα Στενά, το πετρέλαιο θα μπορούσε να φτάσει βραχυπρόθεσμα τα 90 δολάρια, ωστόσο μια τέτοια εξέλιξη θα είχε περιορισμένη διάρκεια λόγω πιθανής διεθνούς παρέμβασης.
Ένα άλλο σενάριο που θα μπορούσε να ασκήσει μεγαλύτερη πίεση στις τιμές, είναι ενδεχόμενο πλήγμα σε πετρελαϊκές υποδομές στην περιοχή, περιορίζοντας την παραγωγή και τις εξαγωγές αρκετών χωρών. Ωστόσο, η ισχυρή προσφορά της αγοράς αποτελεί προς το παρόν σημαντικό «ανάχωμα» για την αποφυγή παρατεταμένων αναταράξεων στις τιμές.