Σε μία από τις πιο σφοδρές επιθέσεις των τελευταίων μηνών, η Ρωσία εξαπέλυσε μαζικό βομβαρδισμό με τουλάχιστον 440 drones και 32 πυραύλους εναντίον ουκρανικών πόλεων, προκαλώντας βαριές απώλειες αμάχων στο Κίεβο. Σύμφωνα με τον πρόεδρο Βολοντίμιρ Ζελένσκι, η ουκρανική πρωτεύουσα βρέθηκε στο επίκεντρο της επίθεσης, με τα πλήγματα να οδηγούν στον θάνατο τουλάχιστον 14 ανθρώπων.
Ο ίδιος ο Ζελένσκι υπογράμμισε πως «Το Κίεβο αντιμετώπισε μία από τις πιο φρικτές επιθέσεις», ενημερώνοντας ότι βρίσκονται σε συνεχή επικοινωνία με δυτικούς εταίρους προκειμένου να υπάρξει αποτελεσματική απάντηση. Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά, «οι τρομοκράτες είναι αυτοί που θα πρέπει να νιώσουν τον πόνο, όχι οι αθώοι ειρηνικοί πολίτες».
Σύμφωνα με τον επικεφαλής της στρατιωτικής διοίκησης του Κιέβου, Τιμούρ Τκατσένκο, η ουκρανική πρωτεύουσα έγινε στόχος 175 ρωσικών drones, τουλάχιστον 14 πυραύλων κρουζ και τουλάχιστον δύο βαλλιστικών πυραύλων, με αποτέλεσμα να πολλαπλασιαστούν τα προβλήματα στην ασφάλεια και τις υποδομές.
Από την πλευρά του, ο προσωπάρχης του Ουκρανού προέδρου, Αντρίι Γερμάκ, άσκησε οξεία κριτική για την ανεπάρκεια της διεθνούς αντίδρασης, κάνοντας λόγο για απουσία «επαρκούς αντίδρασης» του πολιτισμένου κόσμου στις διαδοχικές επιθέσεις της Ρωσίας. Ο Γερμάκ διερωτήθηκε στο Telegram: «Ένα κράτος που διαθέτει πυρηνικό όπλο μπορεί απλώς να σκοτώνει αμάχους σε πολυκατοικίες, να αρνείται μια εκεχειρία και να μην υπάρχει επαρκής αντίδραση από τον πολιτισμένο κόσμο. Γιατί; Και πόσοι πολίτες και παιδιά πρέπει ακόμη να πεθάνουν;»
Ένταση σε διπλωματικό επίπεδο με επίκεντρο τη G7
Ο Ουκρανός υπουργός Εξωτερικών, Αντρίι Σίμπιχα, τόνισε πως η χρονική σύμπτωση της επίθεσης με τη σύνοδο κορυφής της G7 αποτελεί σαφές μήνυμα ασέβειας προς τις ΗΠΑ και τους ηγέτες της Δύσης που επιδιώκουν τον τερματισμό του πολέμου. Όπως επεσήμανε, «Ο στόχος του (Ρώσου προέδρου Βλαντίμιρ) Πούτιν είναι πολύ απλός: να κάνει τους ηγέτες της G7 να μοιάζουν αδύναμοι. Μόνο τα ισχυρά βήματα και η πραγματική πίεση προς τη Μόσχα μπορούν να τον διαψεύσουν».
Οι δραματικές εξελίξεις φέρνουν ξανά στο προσκήνιο την ανάγκη για ενίσχυση της διεθνούς διπλωματικής και οικονομικής πίεσης, καθώς το ανθρωπιστικό και γεωπολιτικό κόστος συνεχίζει να διογκώνεται.