Ένα νέο, αυστηρότερο πακέτο κυρώσεων κατά της Ρωσίας προτείνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με στόχο να αυξηθεί η οικονομική πίεση στο Κρεμλίνο, την ώρα που οι ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις με την Ουκρανία παραμένουν σε αδιέξοδο.
Σύμφωνα με αποκλειστικές πληροφορίες των Financial Times, το 18ο πακέτο κυρώσεων της ΕΕ προβλέπει σημαντική μείωση του υφιστάμενου πλαφόν τιμής στο ρωσικό αργό πετρέλαιο, από τα 60 στα 45 δολάρια ανά βαρέλι.
Παράλληλα, εξετάζεται και η επιβολή απαγόρευσης στη χρήση ρωσικών ενεργειακών υποδομών, περιλαμβανομένων των αγωγών Nord Stream προς τη Γερμανία.
Το νέο πλαφόν θα επηρεάσει την ικανότητα της Ρωσίας να εξάγει πετρέλαιο μέσω των χωρών της G7 και της ΕΕ, περιορίζοντας δραστικά τα έσοδα του Κρεμλίνου από την ενέργεια.
Επιπλέον, η πρόταση της Κομισιόν περιλαμβάνει κυρώσεις σε πρόσθετες ρωσικές τράπεζες και πλοία του αποκαλούμενου «σκιώδους στόλου», καθώς και μέτρα νομικής προστασίας του Βελγίου έναντι πιθανών ρωσικών αγωγών.
Σύμφωνα με την Κομισιόν, στόχος είναι να υπάρχει συμφωνία μέχρι το τέλος Ιουλίου. Ωστόσο, η έγκριση απαιτεί ομοφωνία μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ, με τη Σλοβακία και την Ουγγαρία να διατηρούν ενστάσεις σε νέα μέτρα.
Παρ’ όλα αυτά, διπλωματικές πηγές αναφέρουν πως υπάρχει πρόοδος στις διαπραγματεύσεις και αυξημένη αισιοδοξία για πολιτική σύγκλιση.
Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, τόνισε ότι η πρόταση θα συζητηθεί στη Σύνοδο της G7 στον Καναδά. Όπως ανέφερε, η συνδυαστική εφαρμογή των ευρωπαϊκών και αμερικανικών κυρώσεων «θα ενισχύσει κατακόρυφα τον αντίκτυπο στο ρωσικό καθεστώς».
Η νέα ευρωπαϊκή πρόταση συνοδεύεται από πιέσεις των ΗΠΑ για περαιτέρω αυστηροποίηση των κυρώσεων, με τον Ρεπουμπλικανό γερουσιαστή Lindsey Graham να εντείνει τις πιέσεις προς την κυβέρνηση Τραμπ για περισσότερα μέτρα. Παραμένει ωστόσο ασαφές αν ο Ντόναλντ Τραμπ θα στηρίξει νέες κυρώσεις, δεδομένης της μέχρι στιγμής στάσης του υπέρ μιας άμεσης –αν και αμφιλεγόμενης– ειρηνευτικής συμφωνίας μεταξύ Μόσχας και Κιέβου.
Αντιδρώντας στις πληροφορίες για το νέο πλαφόν, ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου, Ντμίτρι Πεσκόφ, υποστήριξε ότι τέτοιου είδους ενέργειες είναι «παράνομες» και δεν συνεισφέρουν στη σταθερότητα των διεθνών αγορών.
Όπως δήλωσε, η Ρωσία έχει πλέον εμπειρία στην απορρόφηση των συνεπειών και διαθέτει μηχανισμούς περιορισμού των επιπτώσεων.
Σύμφωνα με το Κέντρο Ερευνών για την Ενέργεια και τον Καθαρό Αέρα, στα τέλη Απριλίου του 2025, το 47% των ρωσικών εξαγωγών πετρελαίου κατευθυνόταν στην Κίνα και το 38% στην Ινδία.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση απορροφά μόλις το 6% των ρωσικών εξαγωγών, ποσοστό που αντικατοπτρίζει την επίδραση των προηγούμενων κυρώσεων.