Η 6η σύνοδος της Partnership for Transatlantic Energy Cooperation (P-TEC), που έλαβε χώρα στο Ζάππειο (6-7/11/2025), με τη συμμετοχή του Υπουργείου Ενέργειας των ΗΠΑ, του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας της Ελλάδας και του Global Energy Center του Atlantic Council, σηματοδοτεί ένα νέο κεφάλαιο στις σχέσεις Ελλάδας και Ηνωμένων Πολιτειών στο πεδίο της ενεργειακής συνεργασίας.
Φέρνει την Ελλάδα στο επίκεντρο της ενεργειακής ασφάλειας της Ευρώπης και της διατλαντικής συνεργασίας, αντανακλώντας την αναγνώρισή της ως πυλώνα σταθερότητας και ενεργειακού παίκτη στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Νοτιοανατολική Ευρώπη, σε μια εποχή που η ενεργειακή ασφάλεια έχει αναδειχθεί σε ζήτημα ύψιστης γεωπολιτικής προτεραιότητας.
Η επιλογή της Αθήνας για τη φετινή σύνοδο της P-TEC δεν ήταν τυχαία. Αντανακλά τη στρατηγική βαρύτητα που αποδίδουν οι ΗΠΑ στην Ελλάδα ως σταθερό σύμμαχο και ασφαλή κόμβο στην περιφέρεια της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ.
Παράλληλα, σηματοδοτεί την πλήρη ενσωμάτωση της Ελλάδας σε ένα διατλαντικό πλαίσιο συνεργασίας σε ζητήματα ενέργειας, επενδύσεων και τεχνολογικής καινοτομίας, με χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης που αναζητούν την ενεργειακή τους απεξάρτηση από τη Ρωσία.
Μέσω των συμφωνιών που υπογράφηκαν, οι Ηνωμένες Πολιτείες εδραιώνουν θεσμικά την παρουσία τους στον ευρωπαϊκό ενεργειακό χάρτη μέσω της Ελλάδας, που συνδυάζει γεωγραφική και γεωπολιτική σπουδαιότητα, θεσμική και πολιτική σταθερότητα και αξιοπιστία ως σύμμαχος.
Κόμβος εισόδου και παραγωγής ενέργειας η Ελλάδα
Στο πλαίσιο αυτό, η πρώτη μακροχρόνια σύμβαση προμήθειας LNG μεταξύ της ΔΕΠΑ και της αμερικανικής Venture Global, καθώς και η ενεργοποίηση των ερευνών υδρογονανθράκων στο Ιόνιο από την ExxonMobil και την HELLENiQ Energy, αποτελούν ορόσημα που μετατρέπουν τη χώρα σε κόμβο εισόδου και παραγωγής ενέργειας στην Ευρώπη.
Οι εξελίξεις αυτές αναβαθμίζουν σημαντικά τον γεωπολιτικό ρόλο της Ελλάδας στην ευρύτερη περιοχή, εξασφαλίζουν την ενεργειακή επάρκεια της χώρας και επικυρώνουν τη στρατηγική της επιλογή να λειτουργεί ως μεταφορέας και ρυθμιστής ενεργειακών ροών προς τα Βαλκάνια και την Κεντρική Ευρώπη.
Για τις ΗΠΑ, η Ελλάδα μετατρέπεται πλέον σε στρατηγικό εταίρο στη Μεσόγειο. Όχι μόνο στον τομέα της ενέργειας, αλλά και στο ευρύτερο πλαίσιο της διατλαντικής ασφάλειας.
Επιπλέον, η ενεργειακή συμφωνία Ελλάδας – ΗΠΑ συνιστά, μια ισχυρή πολιτική ψήφο εμπιστοσύνης του Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ προς την ελληνική κυβέρνηση, ενισχύοντας και νομιμοποιώντας τη στρατηγική του πρωθυπουργού κ. Κυριάκου Μητσοτάκη για ενεργειακή αυτονομία, διαφοροποίηση πηγών και μετατροπή της Ελλάδας σε βασικό παράγοντα του νέου ευρωπαϊκού ενεργειακού χάρτη.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Ελλάδα μπορεί να αξιοποιήσει την ενεργειακή ασφάλεια ως μέσο άσκησης ισχύος και να μετατραπεί από παθητικός αποδέκτης ενεργειακών πόρων σε ρυθμιστή των ενεργειακών ροών, διαμορφώνοντας τις περιφερειακές ισορροπίες.
Ειδικότερα, μέσω του Κάθετου Άξονα (Vertical Gas Corridor), η Ελλάδα θα διοχετεύει φυσικό αέριο στη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, τη Μολδαβία και την Ουκρανία, υποκαθιστώντας τις ρωσικές ροές.
Η εξέλιξη αυτή ενισχύει τον πολιτικό και διπλωματικό της ρόλο, προσδίδοντας στην Αθήνα μια θέση που ξεπερνά κατά πολύ τα όρια μιας περιφερειακής οικονομίας.
Επιπλέον, η Ελλάδα αναδεικνύεται ως ο φυσικός φορέας της διατλαντικής ενεργειακής στρατηγικής στην Ανατολική Μεσόγειο, αξιοποιώντας τη γεωγραφική της θέση και τις διεθνείς της συμμαχίες για να διαμορφώσει ένα νέο πλαίσιο συνεργασίας και σταθερότητας.
Η Αθήνα, ενισχύει τη θέση της μέσα από πολυμερή σχήματα όπως την πρωτοβουλία 3+1 (Ελλάδα – Κύπρος – Ισραήλ + ΗΠΑ), τα οποία αποτελούν πυλώνα ενεργειακής συνεργασίας και γεωπολιτικής σταθερότητας στην περιοχή, συνδέοντας τα κοιτάσματα της Ανατολικής Μεσογείου με τις ευρωπαϊκές αγορές μέσω ελληνικών υποδομών.
Η Ελλάδα, επομένως, δεν είναι πια «τελικός αποδέκτης» ενέργειας. Είναι παραγωγός, κόμβος και στρατηγικός ρυθμιστής της ενεργειακής ασφάλειας της ΝΑ Ευρώπης.
Η στρατηγική ήττα της Τουρκίας
Ιδιαίτερη σημασία έχει και ο αποκλεισμός της Τουρκίας από τα νέα ενεργειακά δίκτυα που διαμορφώνονται στην Νοτιοανατολική Ευρώπη.
Παρά τις επίμονες προσπάθειες της Άγκυρας να αυτοπροβληθεί ως βασικός διάδρομος μεταφοράς ενεργειακών πόρων από την Ανατολή προς τη Δύση, οι εξελίξεις αποκαλύπτουν τη σταδιακή περιθωριοποίησή της από τις διατλαντικές ενεργειακές πρωτοβουλίες.
Η επιθετική της ρητορική, η αποστασιοποίηση από τη Δύση και οι αναθεωρητικές της βλέψεις στην Ανατολική Μεσόγειο, υπονομεύουν την αξιοπιστία της ως διαμετακομιστικού κόμβου και ενισχύουν τη θέση της Ελλάδας ως σταθερού και θεσμικά αξιόπιστου εταίρου για την Ε.Ε. και τις ΗΠΑ.
Ταυτόχρονα, η Τουρκία χάνει σταδιακά τη δυνατότητα να επηρεάζει τις αποφάσεις για τα ενεργειακά δίκτυα της περιοχής, περιορίζεται ο ρόλος της ως στρατηγικός κόμβος μεταφοράς και υποβαθμίζεται η διαπραγματευτική της ισχύς σε ευρωπαϊκό και διατλαντικό επίπεδο.
Η προοπτική συμμετοχής της σε νέες επενδύσεις υδρογονανθράκων και υποδομές μεταφοράς ενέργειας περιορίζεται σημαντικά, ενώ η Ελλάδα εδραιώνεται ως κεντρικός παράγοντας για τη διασφάλιση της ενεργειακής σταθερότητας στη Νοτιοανατολική Ευρώπη και τη Μεσόγειο.
Η αδυναμία της επίσης, να ενταχθεί σε δίκτυα όπως ο Κάθετος Άξονας ή η πρωτοβουλία 3+1 (Ελλάδα–Κύπρος–Ισραήλ + ΗΠΑ) αποδυναμώνει την θέση της ως στρατηγικού παίκτη στην Ανατολική Μεσόγειο και αποδεικνύει ότι η Άγκυρα δεν ελέγχει πλέον τις ενεργειακές ροές προς την Ευρώπη.
Περαιτέρω, οι πρόσφατες ελληνικές πρωτοβουλίες, όπως η συμφωνία με την Chevron για έρευνες υδρογονανθράκων και γεωτρήσεις νότια της Κρήτης, ουσιαστικά ακυρώνουν de facto τις τουρκικές διεκδικήσεις για τον έλεγχο της Ανατολικής Μεσογείου μέσω του παράνομου Τούρκο-Λιβυκού μνημονίου.
Ταυτόχρονα, οι ισραηλινοί σχεδιασμοί για την κατασκευή αγωγού μεταφοράς ισραηλινού φυσικού αερίου προς την Ευρώπη μέσω Κύπρου και Ελλάδας ενισχύουν τον ρόλο της Ελλάδας ως ενεργειακού κόμβου, παρακάμπτουν πλήρως την Τουρκία, ακυρώνουν τη στρατηγική της “Γαλάζιας Πατρίδας” και καθιστούν σαφές, ότι η Τουρκία δεν είναι πλέον απαραίτητη για τη μεταφορά φυσικού αερίου προς την Ευρώπη.
Παράλληλα, δεν μπορούν να αγνοηθούν οι οικονομικές επιπτώσεις που συνεπάγονται για την Τουρκία οι πρόσφατες ενεργειακές και γεωπολιτικές εξελίξεις.
Ειδικότερα, η Τουρκία αντιμετωπίζει σοβαρές προκλήσεις στην ενεργειακή της επάρκεια και στη διαφοροποίηση των προμηθευτών της, με αποτέλεσμα να εξακολουθεί να εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη Ρωσία για την κάλυψη μεγάλου μέρους των ενεργειακών της αναγκών.
Αντίθετα, η Ελλάδα μέσω των στρατηγικών συνεργασιών της με τις ΗΠΑ διασφαλίζει μακροχρόνια προμήθεια LNG και πρόσβαση σε τεχνογνωσία υψηλού επιπέδου.
Η Τουρκία χάνει παράλληλα σημαντικούς οικονομικούς και γεωπολιτικούς πόρους, λόγω της αδυναμίας συμμετοχής της στις νέες ενεργειακές εξελίξεις και τα δίκτυα μεταφοράς της περιοχής.
Η ενεργειακή της απομόνωση ενισχύει την αίσθηση ότι η Άγκυρα χάνει έδαφος σε έναν τομέα που θεωρούσε μέχρι πρότινος στρατηγικό εργαλείο επιρροής, κάτι που αποτυπώνεται και στον εκνευρισμό που εκδηλώνει στις πρόσφατες δηλώσεις του ο Πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν.
Συγκεκριμένα, στην ομιλία του στην 41η Σύνοδο της Επιτροπής Οικονομικής και Εμπορικής Συνεργασίας του Οργανισμού Ισλαμικής Συνεργασίας (ISEDAK), ο Τούρκος Πρόεδρος κατήγγειλε ότι «το νησί της Κύπρου προστίθεται στο μενού του νέου ιμπεριαλιστικού παιχνιδιού που σχεδιάζεται στην περιοχή».
Κάλεσε μάλιστα τα κράτη–μέλη του Οργανισμού να «ενισχύσουν την αλληλεγγύη τους προς τον τουρκοκυπριακό λαό» και να στηρίξουν «τον αγώνα του για δικαιώματα, ελευθερία και δικαιοσύνη στη βάση μιας λύσης δύο κρατών», υπογραμμίζοντας ότι «η Τουρκία, ως μητέρα πατρίδα και εγγυήτρια δύναμη, δεν θα τον αφήσει ποτέ μόνο του».
Παράλληλα, σε τηλεφωνική επικοινωνία με τον πρωθυπουργό της Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας της Λιβύης, Αμπντουλχαμίντ Ντιμπέιμπε, ο κ. Ερντογάν επανέλαβε τη σημασία της διμερούς συνεργασίας στον ενεργειακό τομέα διαβεβαιώνοντας, ότι η Άγκυρα «θα συνεχίσει να προστατεύει τα δικαιώματα και τα συμφέροντα της Τουρκίας και της Λιβύης στην Ανατολική Μεσόγειο».
Όλα τα ανωτέρω, συνθέτουν ένα περιβάλλον σταδιακής γεωπολιτικής υποβάθμισης για την Τουρκία, η οποία βλέπει τις πρωτοβουλίες της να περιορίζονται σε περιφερειακό επίπεδο, ενώ η Ελλάδα αναδεικνύεται σε αξιόπιστο ενεργειακό και στρατηγικό εταίρο της Δύσης.
Επιπλέον, η πρόσφατη Έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Τουρκία επιβεβαιώνει τον ανωτέρω ισχυρισμό.
Συγκεκριμένα, η Έκθεση κατηγορεί την Άγκυρα ότι εξακολουθεί να αμφισβητεί τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, ενώ δεν συμβάλλει ενεργά στη διαμόρφωση μιας βιώσιμης και δίκαιης λύσης στο Κυπριακό.
Παράλληλα, επισημαίνεται η απομάκρυνση της Τουρκίας από τις θεμελιώδεις αρχές του κράτους δικαίου, η υποχώρηση στο πεδίο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και η έλλειψη προόδου στις σχέσεις με την Ε.Ε..
Στις επισημάνεις αυτές, όπου αποτυπώνεται με σαφήνεια η έλλειψη εμπιστοσύνης και η δυσπιστία της Ε.Ε. προς την Τουρκία, το τουρκικό ΥΠΕΞ απάντησε χαρακτηρίζοντας την Έκθεση «αβάσιμη, μεροληπτική και προκατειλημμένη».
Υπό αυτό το πρίσμα, και παρά τα παραπλανητικά αφηγήματα που προβάλλονται εδώ και πολύ καιρό στην Ελλάδα από μερίδα πολιτικών, δημοσιολογούντων και μέσων ενημέρωσης, περί «γεωπολιτικής αναβάθμισης» της Τουρκίας και «γεωπολιτικής υποβάθμισης» της Ελλάδας, η πραγματικότητα τους διαψεύδει παταγωδώς και τους εκθέτει ανεπανόρθωτα.
Η Άγκυρα βιώνει σταδιακή απομόνωση και απώλεια επιρροής, ενώ η Ελλάδα εδραιώνει σταθερά τον ρόλο της ως θεσμικά αξιόπιστου και στρατηγικά αναβαθμισμένου εταίρου της Δύσης στην Ανατολική Μεσόγειο.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της γεωστρατηγικής αναβάθμισης είναι η πρόσφατη ενεργειακή συμφωνία Ελλάδας – Ουκρανίας.
Μέσω της συμφωνίας που υπογράφηκε στο Μέγαρο Μαξίμου μεταξύ της ΔΕΠΑ Εμπορίας και της ουκρανικής Naftogaz, η Ελλάδα αναλαμβάνει για πρώτη φορά ρόλο τροφοδότη φυσικού αερίου για την Ουκρανία, διασφαλίζοντας σταθερές ροές αμερικανικού LNG μέσω του Κάθετου Διαδρόμου.
Η εξέλιξη αυτή, ενισχύει όχι μόνο την ενεργειακή αλλά και την οικονομική διάσταση της συνεργασίας, καθώς τα οφέλη της συμφωνίας αναμένεται να αποτυπωθούν άμεσα.
Συγκεκριμένα, η επιλογή του Ουκρανού Προέδρου Ζελένσκι να αγοράσει LNG μέσω της Ελλάδας δικαιώνει την στρατηγική επιλογή του πρωθυπουργού κ. Κυριάκου Μητσοτάκη και της Ελλάδας να στηρίξουν σθεναρά τον αμυνόμενο και τον αγώνα της Ουκρανίας κατά της παράνομης ρωσικής εισβολής.
Τώρα, η Ελλάδα αποκτά τον πρώτο λόγο στον ενεργειακό εφοδιασμό της Ουκρανίας και προετοιμάζεται να παίξει καθοριστικό ρόλο στην ανοικοδόμηση της χώρας μετά τη λήξη του πολέμου.
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε, ότι διεθνή μέσα όπως το Politico σημειώνουν πως η Ελλάδα είναι η πρώτη χώρα της Ε.Ε. που συμμετέχει ενεργά στο σχέδιο απεξάρτησης της Ευρώπης από το ρωσικό φυσικό αέριο, υιοθετώντας εκ των πραγμάτων την ενεργειακή ατζέντα των ΗΠΑ.
Με αυτή τη συμφωνία, η Ελλάδα παύει να είναι απλός διάδρομος και καθίσταται πλέον στρατηγικός κόμβος διαμετακόμισης ενέργειας, ενισχύοντας παράλληλα τη θέση της σε μια περιοχή όπου η Τουρκία βλέπει την ήδη περιορισμένη περιφερειακή της επιρροή να συρρικνώνεται περαιτέρω, υπογραμμίζοντας με δραματικό τρόπο την αναστροφή του γεωπολιτικού συσχετισμού δυνάμεων στην Ανατολική Μεσόγειο.
Τι σηματοδωτούν οι συμφωνίες του Ζαππείου
Εν κατακλείδι, οι συμφωνίες του Ζαππείου (6–7 Νοεμβρίου 2025) και του Μεγάρου Μαξίμου (16 Νοεμβρίου 2025), δεν συνιστούν απλώς σημαντικές διμερείς πρωτοβουλίες, αλλά αποτελούν τον πυρήνα μιας νέας γεωπολιτικής πραγματικότητας.
Η Ελλάδα παύει πλέον, να κινείται στην περιφέρεια του ενεργειακού χάρτη και καθίσταται κρίσιμος κρίκος του διατλαντικού άξονα.
Πρόκειται για μια γεωπολιτική τομή που κατοχυρώνει τον ρόλο της Ελλάδας ως εγγυήτριας της ενεργειακής ασφάλειας της Ευρώπης, αξιόπιστου εταίρου των ΗΠΑ και ως παράγοντα σταθερότητας σε μια ασταθής περιοχή.
Σε μια εποχή αβεβαιότητας και αστάθειας, η Ελλάδα αναδεικνύεται σε χώρα που δεν ακολουθεί απλώς τις εξελίξεις, αλλά τις επηρεάζει και τις διαμορφώνει, ενισχύοντας τη διεθνή της επιρροή και το γεωπολιτικό της αποτύπωμα.
Η γεωπολιτική αξία των συμφωνιών είναι επομένως διττή: ενεργειακή και πολιτική.
Η Ελλάδα δεν αποτελεί πλέον παθητικό κρίκο στην αλυσίδα των εξελίξεων, αλλά καθοριστικό παράγοντα της νέας ευρωπαϊκής και διατλαντικής αρχιτεκτονικής ασφάλειας, θέτοντάς την στο επίκεντρο των διεθνών εξελίξεων.