Από τις 2 Φεβρουαρίου 2026, όλες οι συναλλαγές μεταξύ επιχειρήσεων στην Ελλάδα θα πρέπει να τιμολογούνται ηλεκτρονικά ή μέσω παρόχων ή μέσω του συστήματος της ΑΑΔΕ.
Η απόφαση αυτή, που συνοδεύεται από κίνητρα για πρόωρη προσαρμογή, παρουσιάζεται ως μια τομή για τη διαφάνεια και τον εκσυγχρονισμό.
Είναι συνέχεια άλλων αντίστοιχων κινήσεων. Κι άλλων πρωτοβουλιών που έχουν χαρακτηριστικά μεταρρύθμισης. Ωστόσο, η υποχρεωτική εφαρμογή εγείρει ερωτήματα για το μέλλον της επιχειρηματικής ελευθερίας στη χώρα.
Η ελληνική Πολιτεία στο πλαίσιο της υιοθέτησης σύγχρονων πρακτικών επιχειρηματικότητας συνέβαλε ώστε επιχειρήσεις να αποκτήσουν σύγχρονα εργαλεία.
Ιδιαίτερα οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, που παραμένουν η ραχοκοκαλιά της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας, μπόρεσαν μέσω επιδοτήσεων να ενισχύσουν τους οργανισμούς τους με σύγχρονα ψηφιακά εργαλεία.
Από την άλλη αύξησαν έτσι τα πάγια έξοδα τους αφού στην περίπτωση της καθημερινής λειτουργίας των επιχειρήσεων δεν υπάρχει ελεύθερο λογισμικό ενώ στην περίπτωση των ηλεκτρονικών τιμολογίων η μοναδική άλλη λύση είναι η -στην πράξη- «εκχώρηση» του ταμείου τους στην Πολιτεία.
Υπό αυτό το πρίσμα το 2026 πάρα πολλές εταιρείες, ιδιαίτερα μικρομεσαίες, θα επιβαρυνθούν με ένα κόστος -αφού ολοκληρώνεται ο κύκλος αποπληρωμής από πλευράς της Πολιτείας μέσω επιδοτήσεων- συστημάτων υπηρεσιών και εφαρμογών παραγωγικότητας.
Ταυτόχρονα θα κληθούν να επενδύσουν σε μια συνεργασία με ένα πάροχο (παρόλο που ήδη έχουν ένα κόστος συνεργασίας και ετήσιας διαχείρισης συστημάτων ηλεκτρονικής τιμολόγησης).
Τα υπέρ της Πολιτείας επιχειρήματα είναι προφανή. Η νέα διαδικασία ενισχύει τη διαφάνεια, μειώνει δραστικά τη φοροδιαφυγή, παρέχει καλύτερη εικόνα στην πολιτεία και ευθυγραμμίζει τη χώρα με ευρωπαϊκές πρακτικές. Για πολλούς, είναι ένα απαραίτητο βήμα σε μια οικονομία που για χρόνια ταλανιζόταν από «γκρίζες ζώνες».
Η επιχειρηματικότητα, ωστόσο, μέχρι σήμερα στηριζόταν στη δημιουργία, στην ευελιξία και στην ικανότητα λήψης αποφάσεων χωρίς υπερβολικούς περιορισμούς.
Αν δεν υπήρχαν αυτά (και ο θεσμός της οικογένειας) η ελληνική κοινωνία θα είχε καταρρεύσει στην εποχή της μεγαλύτερης κρίσης που έζησε ιστορικά ανεπτυγμένη κοινωνία, την κρίση χρέους και μνημονίων. Κάθε επιπλέον βαθμός κρατικού ελέγχου στις χρηματικές ροές των επιχειρήσεων περιορίζει αυτή την ελευθερία.
Άρα θα ήταν παράλογο να αγνοήσουμε τις σκιές. Οι εταιρείες επιβαρύνονται με επιπλέον κόστη. Και το βασικότερο η συγκέντρωση τέτοιας πληροφορίας σε έναν κρατικό φορέα ενισχύει τον φόβο μιας υπερβολικής εξάρτησης του ιδιωτικού τομέα από το δημόσιο.
Η εξάρτηση αυτή είναι πλέον ζητούμενο παντού. Σε χώρες της Ασίας η πληρωμή αγαθών γίνεται πλέον αποκλειστικά μέσω μιας εφαρμογής στο κινητό τηλέφωνο.
Ακόμα κι αν είσαι ξένος επισκέπτης δεν μπορείς να δώσεις μετρητά ή να παραγγείλεις ένα καφέ μόνος σου. Πρέπει να μπεις στην εφαρμογή, να βρεις τη δική σου γλώσσα και να παραγγείλεις και να πληρώσεις τον καφέ μέσα από αυτή. Η τεχνολογία δίνει αυτή τη δυνατότητα.
Αλλά έτσι το δικό σου πορτοφόλι είναι ψηφιακό, τα χρήματα που έχεις στο σύνολό τους για να ξοδέψεις είναι γνωστά και ο «ιδιοκτήτης» της εφαρμογής έχει την απόλυτη γνώση για σένα. Άρα που είναι η προσωπική ελευθερία, η επιθυμία και η δημιουργία σε αυτή την περίπτωση; Και πόσο ελεύθερος είναι ένας άνθρωπος αν η Πολιτεία έχει τον απόλυτο έλεγχο πάνω του;
Στην Ελλάδα η ανακοίνωση της Ανεξάρτητης Αρχής Δημόσιων Εσόδων είναι σαφής. Για τις πωλήσεις σε επιχειρήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η έκδοση ηλεκτρονικών τιμολογίων παραμένει προαιρετική.
Εφόσον η αλλοδαπή επιχείρηση δεν αποδέχεται το ηλεκτρονικό τιμολόγιο, αυτό μπορεί να αποσταλεί με εναλλακτικό τρόπο. Γιατί αυτή η εξαίρεση; Διότι στη συντριπτική πλειοψηφία των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης η τιμολόγηση παραμένει ακόμα επιλογή στα χέρια του πολίτη, του επιχειρηματία κι όχι στα χέρια της Πολιτείας.
Το κρίσιμο ζητούμενο, λοιπόν, είναι η ισορροπία. Η ψηφιοποίηση είναι μονόδρομος για μια σύγχρονη οικονομία.
Όμως, η επιτυχία της δεν θα κριθεί μόνο από τη μείωση της φοροδιαφυγής, αλλά από το κατά πόσο θα αφήσει χώρο στον Έλληνα επιχειρηματία να συνεχίσει να δημιουργεί, να καινοτομεί και να αναλαμβάνει ρίσκα. Χωρίς αυτήν την ελευθερία, καμία τεχνολογική πρόοδος δεν θα μπορέσει να αποδώσει τα αναμενόμενα οφέλη.
Ο κ. Ιάκωβος Αρμάος είναι Δρ. Πολιτικής Φιλοσοφίας – Επικοινωνιολόγος