Οι σαρωτικοί δασμοί που ανακοίνωσε στις 2 Απριλίου ο Ντόναλντ Τραμπ βύθισαν στο χάος την παγκόσμια οικονομία. Για πολλούς σηματοδοτούν το τέλος της εποχής της παγκοσμιοποίησης. Οι οικονομολόγοι δυσκολεύονται να βρουν λογική στον σχεδιασμό του Τραμπ. Τι βρίσκεται, λοιπόν, στο μυαλό του Αμερικανού προέδρου; Και πώς μπορεί να συνδέονται οι δασμοί με τη χρηματοδότηση του αμερικανικού χρέους, το σκληρό δολάριο και τη λεγόμενη συμφωνία του Μαρ-α-Λάγκο;
Για να κατανοήσει κανείς την προσέγγιση του Τραμπ στα θέματα της παγκόσμιας οικονομίας, θα πρέπει να κατανοήσει πώς διαμορφώθηκαν στο πέρασμα των δεκαετιών οι βαθιά ριζωμένες αντιλήψεις του. Όπως υπενθυμίζει ο πρόεδρος του think tank, Council on Foreign Relations, Μαρκ Φρόμαν, οι αντιλήψεις που εκφράζει ο Τραμπ έχουν βάθος δεκαετιών. Πρώτη φορά το 1987, όταν άρχισε να εκδηλώνει τις πολιτικές του φιλοδοξίες, είχε μιλήσει στον Λάρι Κινγκ, στο CNN, για το επίμονο εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ και το είχε περιγράψει ως μια υπαρξιακή απειλή για τη χώρα.
Στην απλοϊκή ανάγνωση της παγκόσμιας οικονομίας από τον Τραμπ, η Αμερική είναι το μεγάλο θύμα των εμπορικών της εταίρων, που εκμεταλλεύονται την οικονομία της για να ευημερούν, ενώ στις ΗΠΑ η βιομηχανική βάση καταστρέφεται και χάνονται καλές θέσεις εργασίας της «παλιάς, καλής αμερικανικής οικονομίας». Το σκληρό δολάριο, σε αυτή τη θεωρία, ως το παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα, είναι ένα βαρίδι για την αμερικανική οικονομία, καθώς υπονομεύει τη βιομηχανική ανταγωνιστικότητα και ευνοεί τους εμπορικούς εταίρους που θέλουν να αξιοποιούν την αμερικανική αγορά προς όφελός τους.
Έτσι, διαμορφώθηκαν οι αντιλήψεις που εκφράζει σήμερα ο Ντόναλντ Τραμπ και επικεντρώνονται στους δασμούς. Πιστεύει ότι οι δασμοί μπορούν να κάνουν τα πάντα: να οδηγήσουν σε μια νέα εποχή βιομηχανικής ακμής, δημιουργώντας αναρίθμητες θέσεις εργασίας και, ταυτόχρονα, να λύσουν το δημοσιονομικό πρόβλημα της Αμερικής, με ένα φόρο που τελικά θα επιβαρύνει τους εμπορικούς εταίρους και όχι τους Αμερικανούς -στους υπολογισμούς του, ο Τραμπ φαίνεται να προβλέπει ότι οι ξένες επιχειρήσεις θα δεχθούν να μειώσουν τις τιμές τους για να πληρωθούν οι δασμοί, χωρίς να φθάσει η επίδραση στον Αμερικανό καταναλωτή.
Αυτή η θεωρία της «αδικημένης Αμερικής», σφυρηλάτησε το κίνημα MAGA του Ντόναλντ Τραμπ. Οι χαμένοι της παγκοσμιοποίησης, όσοι είχαν μνήμες από την εποχή που υπήρχαν καλοπληρωμένες βιομηχανικές θέσεις εργασίας, συντάχθηκαν με τον Τραμπ, πιστεύοντας ότι θα μπορούσε να φέρει πίσω αυτές τις καλές δουλειές -αυτή, άλλωστε, είναι και η έννοια του «κάνουμε την Αμερική μεγάλη ξανά».
Όπως επισημαίνουν πολιτικοί αναλυτές, ο βασικός στόχος των δασμών του Τραμπ είναι πολιτικός, όπως φάνηκε και από την παρουσία βιομηχανικών εργατών στις ανακοινώσεις της «Ημέρας Ανεξαρτησίας». Θέλει να κρατήσει ζωντανό το κίνημα MAGA που του έδωσε την εξουσία, αποδεικνύοντας ότι είναι έτοιμος να συγκρουσθεί με το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα για να δώσει καλές, βιομηχανικές δουλειές στους χαμένους της παγκοσμιοποίησης. Ότι είναι έτοιμος να διαλύσει ένα οικονομικό σύστημα που οι ίδιες οι ΗΠΑ δημιούργησαν μετά τον πόλεμο και στο οποίο έχουν την κυρίαρχη θέση.
Τι θα «πετύχουν» οι δασμοί;
Οι θεωρίες του Τραμπ για «καλή Αμερική» και «κακούς ξένους εμπορικούς εταίρους» μπορεί να έχουν κάποια βάση, σε ό,τι αφορά τις ανισορροπίες του παγκόσμιου εμπορικού συστήματος, οι οποίες πράγματι οδήγησαν στην αποβιομηχάνιση των ΗΠΑ και στην απώλεια πολλών, καλών θέσεων εργασίας, όμως ο Τραμπ παραβλέπει την άλλη πλευρά του νομίσματος: ότι μέσα από το οικονομικό σύστημα της παγκοσμιοποίησης δημιουργήθηκαν επιχειρηματικά μεγαθήρια στις ΗΠΑ, ότι η Wall Street και ευρύτερα η οικονομία κέρδισε από τις τεράστιες εισροές κεφαλαίων των εμπορικών εταίρων που ανακυκλώνουν τα δολάρια που κερδίζουν σε αμερικανικά assets και ότι, τελικά, η Αμερική γνώρισε μια περίοδο οκτώ δεκαετιών εντυπωσιακής οικονομικής ανάπτυξης.
Όπως έγραψε ο Economist,
- Αν αποτύχατε να εντοπίσετε την Αμερική να «λεηλατείται, να λεηλατείται, να βιάζεται και να λεηλατείται από έθνη κοντά και μακριά» ή να της αρνούνται βάναυσα μια «στροφή προς την ευημερία», τότε συγχαρητήρια: έχετε μια πιο σταθερή αντίληψη της πραγματικότητας από τον πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών. Είναι δύσκολο να γνωρίζουμε ποιο είναι πιο ανησυχητικό: ότι ο ηγέτης του ελεύθερου κόσμου θα μπορούσε να ξεστομίσει μια μεγάλη ανοησία για την πιο επιτυχημένη και αξιοθαύμαστη οικονομία του; Ή το γεγονός ότι στις 2 Απριλίου, ωθούμενος από τις αυταπάτες του, ο Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε τη μεγαλύτερη ρήξη στην εμπορική πολιτική της Αμερικής εδώ και πάνω από έναν αιώνα -και διέπραξε το πιο βαθύ, επιβλαβές και περιττό οικονομικό λάθος στη σύγχρονη εποχή;
- Σχεδόν όλα όσα είπε ο κ. Τραμπ αυτή την εβδομάδα -για την ιστορία, την οικονομία και τις τεχνικές λεπτομέρειες του εμπορίου- ήταν εντελώς απατηλά. Η ανάγνωση της ιστορίας είναι ανάποδη. Έχει από καιρό δοξάσει την εποχή των υψηλών δασμών και του χαμηλού φόρου εισοδήματος στα τέλη του 19ου αιώνα. Στην πραγματικότητα, οι δασμοί εμπόδιζαν την οικονομία τότε. Τώρα πρόσθεσε τον περίεργο ισχυρισμό ότι η άρση των δασμών προκάλεσε την ύφεση της δεκαετίας του 1930 και ότι οι δασμοί του νόμου Σμουτ - Χόλι ήλθαν πολύ αργά για να σώσουν την κατάσταση. Η πραγματικότητα είναι ότι οι δασμοί έκαναν την Ύφεση πολύ χειρότερη, ακριβώς όπως θα βλάψουν όλες τις οικονομίες σήμερα. Ήταν οι επίπονοι γύροι εμπορικών συνομιλιών τα επόμενα 80 χρόνια που μείωσαν τους δασμούς και συνέβαλαν στην αύξηση της ευημερίας.
- Στα οικονομικά, οι ισχυρισμοί του κ. Τραμπ είναι ανοησίες. Ο πρόεδρος λέει ότι απαιτούνται δασμοί για να κλείσει το εμπορικό έλλειμμα της Αμερικής, το οποίο βλέπει ως μεταφορά πλούτου σε ξένους. Ωστόσο, όπως θα μπορούσε να του πει οποιοσδήποτε από τους οικονομολόγους του Λευκού Οίκου, αυτό το συνολικό έλλειμμα προκύπτει επειδή οι Αμερικανοί επιλέγουν να αποταμιεύουν λιγότερα από όσα επενδύει η χώρα τους -και, κυρίως, αυτή η μακροχρόνια πραγματικότητα δεν εμπόδισε την οικονομία της να ξεπεράσει την υπόλοιπη Ομάδα των Επτά για πάνω από τρεις δεκαετίες. Δεν υπάρχει κανένας λόγος για τον οποίο οι πρόσθετοι δασμοί του θα εξαλείψουν το έλλειμμα. Η επιμονή στο ισορροπημένο εμπόριο με κάθε εμπορικό εταίρο ξεχωριστά είναι γελοία, όπως το να υπονοεί κανείς ότι το Τέξας θα ήταν πλουσιότερο αν επέμενε στο ισορροπημένο εμπόριο με καθεμία από τις άλλες 49 πολιτείες ή να ζητά από μια εταιρεία να διασφαλίσει ότι κάθε ένας από τους προμηθευτές της είναι επίσης πελάτης.
- Αυτός ο κατάλογος ανοησίας θα φέρει άσκοπη ζημιά στην Αμερική. Οι καταναλωτές θα πληρώνουν περισσότερα και θα έχουν λιγότερες επιλογές. Η αύξηση της τιμής των ανταλλακτικών για τους κατασκευαστές της Αμερικής, απαλλάσσοντάς τους παράλληλα από την πειθαρχία του ξένου ανταγωνισμού, θα τους κάνει πλαδαρούς. Καθώς τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης της χρηματιστηριακής αγοράς υποχώρησαν, οι μετοχές της Nike, η οποία έχει εργοστάσια στο Βιετνάμ (δασμοί: 46%) μειώθηκαν κατά 7%. Πιστεύει πραγματικά ο κ. Τραμπ ότι οι Αμερικανοί θα ήταν καλύτερα αν κατασκεύαζαν μόνοι τους παπούτσια για τρέξιμο;
Οικονομολόγοι τονίζουν ότι το παγκόσμιο εμπορικό σύστημα είναι πλέον τόσο σύνθετο και έχουν αναπτυχθεί τόσο περίπλοκες αλυσίδες αξίας, που δεν υπάρχει η παραμικρή σχέση με τη δεκαετία του '70 ή του '80, στις οποίες ανάγονται οι θεωρίες του Τραμπ. Τότε, μπορούσε μια αμερικανική κυβέρνηση, επιβάλλοντας δασμούς στις εξαγωγές ιαπωνικών αυτοκινήτων, να υποχρεώσει τις βιομηχανίες της Ιαπωνίας να φέρουν την παραγωγή τους στις ΗΠΑ. Σήμερα, όμως, ακόμη και τα αυτοκίνητα που τυπικά θεωρείται ότι παράγονται στις ΗΠΑ, στην πραγματικότητα είναι κατά 40 - 50% «εισαγόμενα», καθώς βασίζονται σε εισαγόμενα εξαρτήματα.
Έτσι, οι δασμοί του Τραμπ οδηγούν σε ένα παράδοξο: όπως έλεγε στον γερουσιαστή Τεντ Κρουζ, σύμμαχο του Τραμπ, ο επικεφαλής μεγάλης αυτοκινητοβιομηχανίας, μέχρι τον Ιούνιο η μέση τιμή των αυτοκινήτων της συγκεκριμένης, αμερικανικής βιομηχανίας θα αυξηθεί κατά 4.500 δολ., λόγω των δασμών που έχουν επιβληθεί σε εισαγόμενα εξαρτήματα.
Η αναχρηματοδότηση του χρέους
Μια θεωρία που διακινείται στους κύκλους των υποστηρικτών του Τραμπ, την οποία ο ίδιος δεν έχει υιοθετήσει, λέει ότι ο Αμερικανός πρόεδρος όχι μόνο δεν παραγνωρίζει τις υφεσιακές συνέπειες της πολιτικής του, αλλά στην πραγματικότητα επιδιώκει να οδηγήσει την οικονομία σε μια πολύ απότομη επιβράδυνση και τις αγορές σε σοβαρή πτώση, ώστε να υποχρεώσει τη Fed να ρίξει γρήγορα τα επιτόκια.
Αυτό, σύμφωνα με τη θεωρία, γίνεται επειδή ο Τραμπ δεν έχει άλλο τρόπο να μειώσει το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους, ώστε να ξεπεράσουν οι ΗΠΑ αυτή την πολύ δύσκολη χρονιά, όπου έχουν συγκεντρωθεί τεράστιου ύψους λήξεις χρέους, το οποίο θα πρέπει να αναχρηματοδοτηθεί. Φέτος, οι λήξεις αυτές φθάνουν τα 9,2 τρισ. δολ. και πολλοί έχουν προειδοποιήσει ότι θα είναι πολύ δύσκολο να χρηματοδοτηθούν από την αγορά.
Ο ιδρυτής του επενδυτικού ομίλου Bridgewater, Ρέι Ντάλιο, προειδοποίησε ένα σημαντικό πρόβλημα προσφοράς-ζήτησης σχετικά με το χρέος των ΗΠΑ θα μπορούσε να έχει βαθιά αποδιοργανωτικό αντίκτυπο στην παγκόσμια οικονομία. «Έχουμε ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα προσφοράς-ζήτησης», δήλωσε ο Ντάλιο, «οι ΗΠΑ πρέπει να πουλήσουν μια ποσότητα χρέους που ο κόσμος δεν πρόκειται να θέλει να αγοράσει».
Ο γνωστός διαχειριστής κεφαλαίων, βέβαια, δεν είπε ότι θα πρέπει να ενορχηστρωθεί ένα επεισόδιο ύφεσης, για να μειωθούν τα επιτόκια, αλλά τόνισε ότι το έλλειμμα των ΗΠΑ πρέπει να μειωθεί από το 7,2% του ΑΕΠ σε περίπου 3% του ΑΕΠ.
Το πρόβλημα του Τραμπ είναι ότι δεν έχει την πολιτική δυνατότητα να εξυγιάνει τα δημόσια οικονομικά, για να βοηθήσει με ένα σοβαρό τρόπο στην αναχρηματοδότηση του χρέους. Έχει υποσχεθεί ότι θα παρατείνει τις μεγάλες φοροελαφρύνσεις για τους πλούσιους που ο ίδιος εισήγαγε το 2017, ενώ η προσπάθεια που έγινε μέσω του Έλον Μασκ για μείωση των δαπανών με περικοπές - σοκ δεν έχει αποδώσει τα αναμενόμενα.
Θα μπορούσε, λοιπόν, να ενορχηστρώσει μια ύφεση για να μειωθούν τα επιτόκια και να αναχρηματοδοτηθεί το χρέος, χωρίς να χρειασθεί τη δύσκολη δημοσιονομική εξυγίανση. Δεν μπορεί να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο να υπάρχει τέτοιος σχεδιασμός, όμως και σε αυτή την περίπτωση οι παρενέργειες μπορεί να είναι επικίνδυνες. Μια ύφεση μπορεί να επιδεινώσει τη δημοσιονομική κρίση, ενώ θα μπορούσε να προκαλέσει και υποβάθμιση των ΗΠΑ από τη Moody's, τον τελευταίο οίκο που κρατάει το τριπλό «Α», δυσκολεύοντας ακόμη περισσότερο τη διάθεση ομολόγων στους επενδυτές.
Η συμφωνία Μαρ-α-Λάγκο
Όλα αυτά μπορεί να συνδέονται στους σχεδιασμούς του Τραμπ με ένα σχέδιο που φέρεται ότι θέλει να υλοποιήσει για να καταφέρει να εξασθενήσει το δολάριο και να λύσει το πρόβλημα της χρηματοδότησης του χρέους με δραστικό τρόπο.
Πρόκειται για τη λεγόμενη «συμφωνία του Μαρ-α-Λάγκο» (σ.σ.: κατοικία του Τραμπ). Όπως γράφει ο επικεφαλής οικονομολόγος της Nordea, Λαρς Μούλαντ,
Η φράση «Mar-a-Lago Accord» επινοήθηκε από τον μάγο της χρηματαγοράς των ΗΠΑ και πρώην στρατηγικό αναλυτή της Credit Suisse, Ζόλταν Πότσαρ, τον Ιούνιο του 2024, με την ιδέα ότι οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να αναγκάσουν τις χώρες να αποδεχθούν ένα ασθενέστερο δολάριο και χαμηλότερα επιτόκια στις επενδύσεις τους σε αμερικανικά ομόλογα, προκειμένου να εξακολουθούν να προστατεύονται από την ομπρέλα ασφαλείας των ΗΠΑ.
Η φράση είναι μια παραλλαγή της «συμφωνίας Plaza» του 1985, όπου η Γαλλία, η Ιαπωνία, η Δυτική Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο συμφώνησαν με τις ΗΠΑ να αποδυναμώσουν από κοινού το δολάριο. Η αντικατάσταση του Plaza Hotel στη Νέα Υόρκη (το οποίο ανήκε στον Trump από το 1988 έως το 1995) με το Mar-a-Lago Club του Τραμπ στο Palm Beach της Φλόριντα, ως τόπος μιας πιθανής νέας συμφωνίας, φαίνεται κατάλληλη και δημιουργεί μια πιασάρικη φράση.
Η ιδέα υιοθετήθηκε από τον τότε στρατηγικό αναλυτή της Hudson Capital, Στίβεν Μίραν και περιγράφηκε λεπτομερέστερα τον Νοέμβριο. Η μελέτη του Μίραν δεν τράβηξε πραγματικά την προσοχή της αγοράς πριν γίνει πρόεδρος του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων του Τραμπ. Το έγγραφο παρέχει ένα είδος πνευματικού πλαισίου για πολλά από αυτά που κάνει σήμερα ο Το με τις πολιτικές ασφάλειας και εμπορίου.
Κατά τη γνώμη του Τραμπ, ο κύριος λόγος για την κατάρρευση του αμερικανικού ονείρου είναι ένα τεχνητά ισχυρό δολάριο, το οποίο έχει οδηγήσει στη διάλυση της αμερικανικής μεταποίησης και στην απώλεια «καλοπληρωμένων θέσεων εργασίας».
Το ισχυρό δολάριο είναι αποτέλεσμα της ιδιότητάς του ως αποθεματικού νομίσματος, το οποίο ενισχύει τις επενδύσεις στις ΗΠΑ. Με την τοπική παραγωγή μη ανταγωνιστική, οι ΗΠΑ αναγκάζονται στη συνέχεια να αυξήσουν τις εισαγωγές, αφήνοντάς τις εξαρτημένες από ξένες χώρες για μια σειρά αγαθών. Με άλλες χώρες (την Κίνα για παράδειγμα) να υποστηρίζουν άδικα τους μεταποιητικούς τομείς τους, το πρόβλημα μεγεθύνεται.
Συνδεδεμένος με αυτό το πρόβλημα είναι επίσης ο ρόλος της παγκόσμιας αστυνομίας των ΗΠΑ, αφήνοντάς την με ένα μεγάλο στρατιωτικό κόστος, το οποίο οδηγεί και πάλι σε δημόσια ελλείμματα και χρέη (εύκολα χρηματοδοτούμενα λόγω του καθεστώτος αποθεματικού του δολαρίου).
Προκειμένου να φέρουν το σύστημα σε μια πιο «δίκαιη» ισορροπία, οι ΗΠΑ θα πρέπει να απαιτήσουν ένα ασθενέστερο δολάριο και να αποθαρρύνουν τις εισαγωγές για να αναζωπυρώσουν την εγχώρια μεταποίηση. Θα πρέπει επίσης να αναγκάσει άλλες χώρες να πληρώσουν οι ίδιες μεγαλύτερο μερίδιο του αμυντικού λογαριασμού και να δεχτούν χαμηλότερη πληρωμή στα αμερικανικά δημόσια ταμεία τους για την αποπληρωμή προηγούμενων εγγυήσεων ασφαλείας. Οι χώρες που δεν συμφωνούν με αυτούς τους όρους θα πρέπει να μείνουν στα κρύα του λουτρού.
Οι δασμοί θεωρούνται εν προκειμένω σημαντικό μέσο. Από τη μία πλευρά, η αύξηση των δασμών θα δώσει μεγάλα κίνητρα στις ξένες εταιρείες να μεταφέρουν παραγωγική ικανότητα στις ΗΠΑ και αυτό δημιουργεί εγχώριες θέσεις εργασίας. Τα έσοδα από τους δασμούς θα βοηθήσουν στη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος και θα ανοίξουν το δρόμο για φορολογικές περικοπές, γεγονός που καθιστά και πάλι πιο ελκυστικές τις επενδύσεις στις ΗΠΑ. Η απειλή των δασμών θεωρείται επίσης ως διαπραγματευτικό εργαλείο για να κάνει άλλες χώρες να υποκύψουν στη βούληση των ΗΠΑ όσον αφορά τις στρατιωτικές δαπάνες, τη μετανάστευση, το λαθρεμπόριο ναρκωτικών κ.λπ.
Ο ίδιος ο Τραμπ δεν έχει υποστηρίξει ανοιχτά την ιδέα μιας συμφωνίας, αλλά ορισμένες από τις πολιτικές του θα μπορούσαν να θεωρηθούν ότι λειτουργούν προς αυτή την κατεύθυνση. Η απειλή μιας υποχώρησης των ΗΠΑ από το ΝΑΤΟ και οι στενότεροι δεσμοί με τη Ρωσία έχουν οδηγήσει σε μαζική αύξηση των ευρωπαϊκών αμυντικών δαπανών. Οι υψηλότεροι δασμοί οδήγησαν αρκετές εταιρείες να ανακοινώσουν μεγάλα επενδυτικά σχέδια στις ΗΠΑ. Το δολάριο έχει επίσης αποδυναμωθεί, κυρίως ως αποτέλεσμα των παγκόσμιων επενδυτών που απομακρύνονται από τις αμερικανικές μετοχές.
Μέχρι στιγμής, η πιο οικονομικά δραστική επιλογή της αναδιάρθρωσης του ανεξόφλητου χρέους των ΗΠΑ, είτε με την επιβολή φόρου στα κουπόνια, είτε με τη μείωση των κουπονιών είτε με την επέκταση του χρέους σε 100 χρόνια, δεν έχει συζητηθεί μέχρι στιγμής σοβαρά. Τα αμερικανικά κρατικά ομόλογα είναι η ραχοκοκαλιά μεγάλων τμημάτων του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος και η αναστάτωση θα μπορούσε να έχει σοβαρές επιπτώσεις. Λιγότερο από το ένα τρίτο των τίτλων του αμερικανικού Δημοσίου κρατούνται στο εξωτερικό, οπότε για να μειωθεί ουσιαστικά το συνολικό δημόσιο χρέος, δεν θα μπορούσατε να αποφύγετε τους εγχώριους επενδυτές.
Ενώ βλέπουμε ήδη τμήματα της συμφωνίας Μαρ-α-Λάγκο να υλοποιούνται, αμφιβάλλουμε ότι θα δούμε μια παγκόσμια συντονισμένη συμφωνία τύπου Plaza. Τότε, τα περισσότερα νομίσματα εξακολουθούσαν να διοικούνται από τις κεντρικές τράπεζες και η χρηματοπιστωτική αγορά είχε πολύ μικρότερο ρόλο στις οικονομίες. Ο αποτελεσματικός έλεγχος του επιπέδου του δολαρίου θα ήταν πολύ πιο δύσκολος αυτή τη στιγμή. Η αθέτηση πληρωμής του χρέους του αμερικανικού δημοσίου θα οδηγούσε σίγουρα σε ένα πολύ ασθενέστερο δολάριο, αλλά θα είχε πολλές ανεπιθύμητες παρενέργειες. Εάν η διοίκηση Τραμπ αρχίσει να προωθεί μια τέτοια ιδέα, θα μπορούσε να οδηγήσει σε ένα αξιοσημείωτο selloff στην αγορά ομολόγων των ΗΠΑ.
Ανεξάρτητα από μια συντονισμένη συμφωνία για την αποδυνάμωση του δολαρίου, εξακολουθούμε να αναμένουμε ότι οι επιπτώσεις των πολιτικών των ΗΠΑ θα αποδυναμώσουν το δολάριο με την πάροδο του χρόνου. Μια πιο απομονωμένη Αμερική θα πρέπει να οδηγήσει σε λιγότερες ξένες επενδύσεις και χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης με την πάροδο του χρόνου, όπως και μια πιο περιοριστική δημοσιονομική πολιτική, καταλήγει ο Μούλαντ.