Με φόντο ένα από τα πιο ακραία καλοκαίρια των τελευταίων δεκαετιών στη Μεσόγειο, ο Υπουργός Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας, Γιάννης Κεφαλογιάννης, μιλώντας στην εφημερίδα «Μακεδονία της Κυριακής», ανέδειξε το μέγεθος της φετινής πρόκλησης γύρω από τις πυρκαγιές.
Ο υπουργός σημείωσε πως τα επίμονα ακραία καιρικά φαινόμενα δεν αποτελούν ελληνικό, αλλά ευρωπαϊκό φαινόμενο, με τις καταστροφικές πυρκαγιές να πλήττουν επίσης την Ισπανία, την Πορτογαλία, την Ιταλία, τη Γαλλία και την Τουρκία.
Όπως υπογράμμισε, η εφετινή αντιπυρική περίοδος καταγράφει ήδη στοιχεία-ρεκόρ, με περίπου 9 εκατομμύρια στρέμματα να έχουν καεί στην Ευρώπη ως σήμερα – ο μεγαλύτερος αριθμός από το 2006.
Ειδικά στην Ελλάδα, οι ομάδες επέμβασης έχουν κληθεί να αντιμετωπίσουν σχεδόν 6.000 περιστατικά φωτιάς, τα περισσότερα εκ των οποίων, σύμφωνα με τον ίδιο, αντιμετωπίστηκαν άμεσα. Ωστόσο, όπως ανέφερε χαρακτηριστικά, «ο τελικός απολογισμός θα γίνει στο τέλος της αντιπυρικής περιόδου».
Ιστορικά υψηλοί δείκτες κινδύνου και σύνθετες απειλές
Στο πλαίσιο της συνέντευξης, ο Γ. Κεφαλογιάννης επεσήμανε ότι ο Ιούλιος 2025 χαρακτηρίστηκε ως ένας από τους πιο ακραίους μήνες στην Ευρώπη των τελευταίων 40 ετών, σύμφωνα με τον σχετικό δείκτη εκτίμησης επικινδυνότητας πυρκαγιών, φτάνοντας και ξεπερνώντας ιστορικά ανώτατα όρια τον φετινό Αύγουστο.
Επεσήμανε μάλιστα ότι το Πυροσβεστικό Σώμα σε διάστημα μόλις τεσσάρων ημερών πριν τον Δεκαπενταύγουστο κλήθηκε να διαχειριστεί 240 περιστατικά, αριθμό που χαρακτηρίζει ως πρωτοφανή, με σημαντικό μέρος εξ αυτών να σχετίζεται με εμπρηστικές ενέργειες, όπως διαπιστώθηκε σε περιοχές της Πάτρας, της Βόνιτσας και της Ζακύνθου. «Ποιος μηχανισμός διεθνώς μπορεί να εγγυηθεί πλήρη άμυνα απέναντι σε αυτό το εκρηκτικό μείγμα κλιματικής κρίσης, ανθρώπινης αμέλειας και εγκληματικής δράσης;», διερωτήθηκε.
Ο υπουργός εξέφρασε την ευγνωμοσύνη του στα στελέχη του Πυροσβεστικού Σώματος, τους εθελοντές και συνολικά τον μηχανισμό πολιτικής προστασίας, τονίζοντας πως δίνουν «καθημερινά έναν δύσκολο αγώνα κάτω από συνθήκες ακραίας πίεσης».
Εστίαση στην πρόληψη, τοπικά σχέδια και συλλογική ευθύνη
Αναλύοντας το τι απαιτείται για αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση των πυρκαγιών, ο υπουργός σημείωσε πως το βάρος πρέπει να μεταφερθεί στην αντιμετώπιση των αιτιών και όχι μόνο των συνεπειών. Επεσήμανε ότι έχουν πλέον ωριμάσει οι συνθήκες για τη θεσμοθέτηση τοπικών σχεδίων πρόληψης, τα οποία επιτρέπουν ακριβή χαρτογράφηση κινδύνων, καθορισμό προτεραιοτήτων, προγραμματισμό δράσεων, καθώς και καλύτερη αξιοποίηση των εθελοντών και των μέσων που διατίθενται.
Όπως δήλωσε ο κ. Κεφαλογιάννης, «με αυτόν τον τρόπο, η πρόληψη θα γίνει ακόμη πιο στοχευμένη, πιο άμεση και αποτελεσματική σε τοπικό επίπεδο». Επεσήμανε, δε, ότι κάθε περιοχή της χώρας έχει τις δικές της ιδιαιτερότητες ως προς μορφολογία, βλάστηση, κλίμα και χρήση γης, και ότι οι συνθήκες ασφάλειας μπορεί να μετατραπούν ραγδαία σε ακραία απειλή, γεγονός που απαιτεί ενιαία εθνική στρατηγική πρόληψης και ετοιμότητας «σε κάθε σημείο της χώρας».
Παράλληλα, ο υπουργός προειδοποίησε τους πολίτες να μην εφησυχάσουν όσο βρισκόμαστε ακόμη στην καρδιά της αντιπυρικής περιόδου, επισημαίνοντας: «Ο κρατικός μηχανισμός βρίσκεται σε διαρκή επιφυλακή, αλλά χωρίς την ενεργή συμμετοχή των πολιτών δεν μπορούμε να πετύχουμε όσα πρέπει. Ζητώ λοιπόν προσοχή, υπευθυνότητα και συνεργασία όλων μας».
Συνέργειες με την αυτοδιοίκηση και ανάγκη εθνικής συνεννόησης
Αναφερόμενος στη συνεργασία με τους δήμους, ο υπουργός τόνισε τη σημασία του συντονισμού και των συνέργειων για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των πυρκαγιών. Υπογράμμισε ότι «η συντριπτική πλειονότητα» των δήμων στηρίζει την κοινή προσπάθεια και διευκρίνισε πως η όποια δημόσια κριτική του δεν στοχεύει συλλήβδην στην τοπική αυτοδιοίκηση. Ειδική αναφορά έκανε στη διαφωνία του με πρακτικές του Δήμου Πατρέων.
Κλείνοντας, αναφέρθηκε στην πολιτική αντιπαράθεση, δηλώνοντας ότι «η αντιπολίτευση αντιμετώπισε και φέτος τις πυρκαγιές όχι ως μια εθνική πρόκληση αλλά ως μια ευκαιρία φτηνής αντιπολιτευτικής εκμετάλλευσης». Τόνισε την ανάγκη για σοβαρότητα, τεκμηριωμένες προτάσεις και αίσθηση συλλογικής ευθύνης, απορρίπτοντας τον «μηδενισμό και τα μικροπολιτικά παιχνίδια πάνω στις στάχτες».