Σημαντικά βήματα προόδου στον τομέα του φυσικού αερίου στην Νοτιοανατολική Ευρώπη αλλά και η ανάγκη εκσυγχρονισμού της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας βρέθηκαν στο επίκεντρο του άτυπου Υπουργικού Συμβουλίου της Ενεργειακής Κοινότητας, το οποίο πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα με αφορμή τη συμπλήρωση 20 χρόνων από την ίδρυση του οργανισμού.
Στις εργασίες συμμετείχαν ο Ευρωπαίος Επίτροπος Ενέργειας και Στέγασης Dan Jorgensen, ο Γενικός Διευθυντής της Ενεργειακής Κοινότητας Artur Lorkowski, καθώς και 16 υπουργοί και αναπληρωτές υπουργοί από 10 χώρες της περιοχής. Η συνάντηση επιβεβαίωσε τη σημασία της συνεργασίας για τη διασφάλιση της ενεργειακής ασφάλειας και την επίτευξη των στόχων της πράσινης μετάβασης.
Ο Υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Σταύρος Παπασταύρου, αναφέρθηκε στον κρίσιμο ρόλο του κάθετου διαδρόμου φυσικού αερίου, επισημαίνοντας πως η περιοχή έχει απογαλακτιστεί από τη ρωσική ενεργειακή εξάρτηση, χρησιμοποιώντας πλέον σημαντικά ποσοστά υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) που φτάνει ως την Ουκρανία και τη Μολδαβία.
Παράλληλα, τόνισε πως παραμένουν σημαντικές προκλήσεις στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας λόγω της τεχνικής του πολυπλοκότητας, των ρυθμιστικών θεμάτων και των διαρκών μεταβολών.
«Αυτή είναι η στιγμή για την περιοχή μας να καλύψει το χάσμα, προς όφελος της ευημερίας των πολιτών μας», σχολίασε χαρακτηριστικά ο κ. Παπασταύρου, υπογραμμίζοντας την απαίτηση για συντονισμένες επενδύσεις και ενίσχυση της περιφερειακής συνδεσιμότητας.
Ο Dan Jorgensen, εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στάθηκε στη στρατηγική σταδιακής διακοπής των εισαγωγών ενέργειας από τη Ρωσία. Σύμφωνα με την πρόσφατη πρόταση της Κομισιόν, προβλέπεται πλήρης απαγόρευση έως το τέλος του 2027.
Ο Επίτροπος επισήμανε τη δραστική μείωση της εξάρτησης της ΕΕ τα τελευταία δύο χρόνια, με τα ποσοστά να έχουν περιοριστεί στο 3% για το πετρέλαιο, στο 13% για το φυσικό αέριο και στο μηδέν για τον άνθρακα.
«Δεν θα επιτρέψουμε πλέον στη Ρωσία να εκβιάζει τα κράτη μέλη και να χρησιμοποιεί την ενέργεια ως όπλο εναντίον μας», ανέφερε χαρακτηριστικά ο Jorgensen, τονίζοντας τη νομοθετική διαδικασία που ήδη εξελίσσεται για την οριστική απαγόρευση εισαγωγής ρωσικού φυσικού αερίου. Παράλληλα, έδωσε έμφαση στην ανάγκη περαιτέρω διασύνδεσης των ευρωπαϊκών ενεργειακών αγορών.
Ο Γενικός Διευθυντής της Ενεργειακής Κοινότητας, Artur Lorkowski, ανέδειξε τον στρατηγικό ρόλο της Ελλάδας ως πύλης για τις χώρες της περιοχής στην παγκόσμια αγορά ενέργειας και φυσικού αερίου, επισημαίνοντας ότι η ενίσχυση των υποδομών θα αποφέρει σημαντικά οικονομικά οφέλη όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στη ΝΑ Ευρώπη συνολικά.
Υπενθύμισε ότι η διακρατική συνεργασία συμβάλλει άμεσα στην αποτροπή «μπλακ άουτ» και δημιουργεί ίσους όρους ανταγωνισμού, προσθέτοντας ότι οι συζητήσεις για την τιμολόγηση άνθρακα, τη μείωση των εκπομπών και την προώθηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας θα συνεχιστούν, με την προσδοκία η Ελλάδα και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή να παραμείνουν βασικοί υποστηρικτές της διαδικασίας.
Η Συνθήκη για την Ενεργειακή Κοινότητα υπογράφηκε στην Αθήνα το 2005 με πυλώνες τη δημιουργία ενοποιημένης αγοράς, την προσέλκυση επενδύσεων και την επίσπευση της απανθρακοποίησης, ευθυγραμμίζοντας τα συμμετέχοντα κράτη με το ευρωπαϊκό κεκτημένο στους τομείς της ενέργειας, του περιβάλλοντος και της ανταγωνιστικότητας.
Η Κοινότητα έχει εννέα συμβαλλόμενα μέλη – Αλβανία, Βοσνία-Ερζεγοβίνη, Βόρεια Μακεδονία, Μολδαβία, Μαυροβούνιο, Σερβία, Ουκρανία, Κόσσοβο και, από το 2017, Γεωργία – ενώ με καθεστώς παρατηρητή συμμετέχουν Νορβηγία, Αρμενία και Τουρκία.
Η Ελλάδα διατηρεί διαρκή συμμετοχή ως «συμμετέχουσα χώρα» με δικαίωμα λόγου αλλά όχι ψήφου, ενώ η Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος της Συνθήκης και εκπροσωπείται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στη θέση του Μόνιμου Αντιπρόεδρου του Οργανισμού.