Ο Τομέας Οικονομικών του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής σχολιάζει τους τελευταίους δείκτες της ΕΛΣΤΑΤ για το ΑΕΠ του δευτέρου τριμήνου, επισημαίνοντας την εμφάνιση σημάτων επιβράδυνσης στην ελληνική οικονομία.
Σύμφωνα με τη σχετική ανακοίνωση, το ετήσιο ποσοστό ανάπτυξης της τάξης του 1,7% συνιστά τη χαμηλότερη επίδοση μετά την περίοδο της πανδημίας, ενώ βρίσκεται και κάτω από το 2,2% του πρώτου τριμήνου του έτους.
Στο ίδιο πλαίσιο, υπογραμμίζεται ότι η τριμηνιαία αύξηση του ΑΕΠ κατά μόλις 0,6% αναδεικνύει το εύρος της πρόκλησης για την επίτευξη του στόχου της κυβέρνησης για 2,3% ανάπτυξη το 2025. Το «χάσμα ανάμεσα στις επιδιώξεις και τα τρέχοντα μεγέθη» καταγράφεται ως ένδειξη των δυσκολιών που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία στην προσπάθεια για σταθερή ανάπτυξη.
Ξεχωριστή αναφορά γίνεται στην πορεία των εξαγωγών αγαθών, που σύμφωνα με τα στοιχεία κατέγραψαν μικρή μείωση κατά 0,03% σε τριμηνιαία βάση. Παράλληλα, σημειώνεται πως η κατανάλωση εξακολουθεί να αποτελεί την κύρια κινητήριο δύναμη της οικονομίας, απορροφώντας το 88% του νέου παραγόμενου πλούτου, στοιχείο που εντείνει τις ανησυχίες για τη βιωσιμότητα του αναπτυξιακού μοντέλου της χώρας.
Μέσα σε ένα περιβάλλον «έντονης διεθνούς αβεβαιότητας», ο Τομέας Οικονομικών του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ θέτει το ερώτημα κατά πόσο η Ελλάδα μπορεί να στηρίξει μια πραγματικά βιώσιμη και δυναμική ανάπτυξη όταν η οικονομία παρουσιάζει αδύναμα θεμέλια.
Η κριτική εστιάζει στο ότι η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, αντί να αξιοποιήσει αποτελεσματικά τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης για να ενισχύσει την παραγωγική βάση και να καταστήσει την οικονομία περισσότερο ανθεκτική και δίκαιη, άφησε τη χώρα εκτεθειμένη σε μέτριους ρυθμούς ανάπτυξης και αυξημένη ευαλωτότητα έναντι εξωγενών διαταραχών.
«Η εικόνα είναι ξεκάθαρη: η κυβέρνηση σπατάλησε την ευκαιρία του Ταμείου Ανάκαμψης», υπογραμμίζεται στην ανακοίνωση, προσθέτοντας ότι η Ελλάδα παραμένει εγκλωβισμένη σε μικρή αναπτυξιακή δυναμική, γεγονός που περιορίζει τις αντοχές της σε διεθνείς αναταράξεις.