Αν έλεγε κάποιος πριν μερικές δεκαετίες ότι στην Ελλάδα θα τρώγαμε κρεμμύδια από την ...Αυστρία, μάλλον θα τον περνούσαν για τρελό.
Ένα από τα κύρια συστατικά της ελληνικής κουζίνας, καθώς δεν υπάρχει ελληνικό φαγητό που δεν έχει κρεμμύδι, δυστυχώς έχουμε φτάσει στο σημείο να το εισάγουμε από μία κεντροευρωπαϊκή χώρα που μέχρι πριν μερικά χρόνια δεν φημίζονταν για την παραγωγή κηπευτικών.
Τα προβλήματα του ελληνικού πρωτογενούς τομέα δυστυχώς δεν είναι καινούργια. Πρόκειται για χρόνιες παθογένειες που ανακυκλώνονται από γενιά σε γενιά: κατακερματισμένοι κλήροι, δύσκολο ανάγλυφο, περιορισμένοι πόροι, κακοδιαχείριση επιδοτήσεων και μια αδυναμία μετάβασης στη γεωργία του 21ου αιώνα.
Το αποτέλεσμα; Χαμηλή παραγωγικότητα, εξαγωγές που θα μπορούσαν να είναι πολύ μεγαλύτερες και, πλέον, αδυναμία κάλυψης βασικών διατροφικών αναγκών τόσο για τους κατοίκους της χώρας όσο και για τα δεκάδες εκατομμύρια των τουριστών που την επισκέπτονται.
Ο κίνδυνος ο ελληνικός αγροτικός τομέας να μείνει εκτός του παγκόσμιου «τρένου» της τεχνολογίας και της καινοτομίας είναι πλέον εμφανής. Αν δεν υπάρξει συντονισμένη μετάβαση σε σύγχρονες μεθόδους παραγωγής, όπως η υδροπονία, η θερμοκηπιακή γεωργία εκτός εδάφους, η χώρα κινδυνεύει να μείνει ουραγός στην ευρωπαϊκή και παγκόσμια αγορά τροφίμων.
Τα στοιχεία «μιλάνε»
Σύμφωνα με προσωρινά στοιχεία που επεξεργάστηκε ο Σύνδεσμος Εξαγωγέων Φρούτων, Λαχανικών και Χυμών Incofruit Hellas, οι εισαγωγές συνεχίσθηκαν με αυξημένους ρυθμούς με το οκτάμηνο του 2025 να καταγράφει συνολικά εισαγωγές 524.522 χιλ. τόνων φρούτων και λαχανικών έναντι 504,166 χιλ. τόνων το αντίστοιχο διάστημα 2024 αυξημένες κατά 4,04%.
Χαρακτηριστικό είναι ότι μόνο τον Αύγουστο οι εισαχθείσες ποσότητες ήταν αυξημένες κατά +10,42% έναντι του αντίστοιχου μηνός του 2024.
Αναλυτικότερα:
- 93.064 τόνοι πατάτες έναντι 205.097 το 2024 – 5,87% προερχόμενες από Αίγυπτο 76,2%, Γαλλία, Κύπρο κ.α
- 196.075 τόνοι μπανάνες έναντι 164.151 το 2024 + 19,45% προερχόμενες από Ισημερινό 93,4% και ακολουθούν Κόστα Ρίκα, Ιταλία, Κολομβία κ.α με μέρος τους να επανεξάγεται προς άλλες, κυρίως γειτονικές χώρες.
- 9.989 τόνοι κρεμμύδια, έναντι 8.410 πέρσι αυξημένες + 18,78% προερχόμενα από Αυστρία 35,2% και ακολουθούν Ολλανδία, Αίγυπτος, Ινδία κ.α
- 11.231 τόνοι τομάτες έναντι 13.027 τ. το 2024 – 13,29, εκ των οποίων τον Αύγουστο 4.076 τ., προερχόμενες από Τουρκία 37,7%, Γερμανία, Πολωνία, Ολλανδία κ.α
- 3,727.τόνοι πιπεριές γλυκοπιπεριές έναντι 4.281 τ. το 2024 – 12,94% προερχόμενες από Ολλανδία 49,3%, Ισραήλ, Ισπανία κ.α
Τα προβλήματα που υπάρχουν
Όπως τονίζει ο κ. Γιώργος Πολυχρονάκης Ειδικός Σύμβουλος του Συνδέσμου Εξαγωγέων Incofruit – Hellas, «η έμφαση στην εγχώρια παραγωγή, η δημιουργία προστιθέμενης αξίας και η ιδιαιτερότητα της ποιότητος είναι η σωστή στρατηγική», επισημαίνει ο κ. Γ. Πολυχρονάκης υπογραμμίζοντας ότι «η εισαγωγή νωπών φρούτων και λαχανικών δείχνει συνεχή ανάπτυξη του ξένου ανταγωνισμού τόσο στην χώρα μας όσο και στις λοιπές κοινοτικές αγορές.
Είναι ανησυχητικός ο δυναμισμός που παρατηρείται στις εισαγωγές προϊόντων και περιόδους που συμπίπτουν πλήρως με την ελληνική παραγωγή, κατάσταση που προκαλείται από ένα ρυθμιστικό πλαίσιο που επηρεάζει αρνητικά την ανταγωνιστικότητα των παραγομένων προϊόντων μας και καθιστά τις εισαγωγές πιο ελκυστικές».
Μάλιστα όπως σημειώνει, οι αυξημένες εισαγωγές της ΕΕ από τρίτες χώρες οφείλονται στη υφιστάμενη απόκλιση σε εργασιακά, κοινωνικά, περιβαλλοντικά θέματα κ.α, που υπάρχει μεταξύ κοινοτικών και μη κοινοτικών παραγωγών, η οποία προκαλεί συνεχή ανάπτυξη των εισαγωγών τόσο στην αγορά της ΕΕ όσο και στην εθνική.
«Είναι απαραίτητο τα φρούτα και λαχανικά που προέρχονται από τρίτες χώρες να πληρούν τις ίδιες ποιοτικές προδιαγραφές που απαιτούνται για τους παραγωγούς (γεωργούς και κτηνοτρόφους) της ΕΕ, με ίσες συνθήκες εργασίας και ίδια χρήση φυτοπροστατευτικών προϊόντων, καθώς και να επιδιωχθεί όπως οι ελληνικές ελεγκτικές αρχές διενεργούν αυστηρούς ελέγχους για τήρηση των εμπορικών προδιαγραφών ποιότητος και μη ύπαρξης υπολειμμάτων φυτοφαρμάκων στα εισαγόμενα προϊόντα στην ελληνική αγορά με παράλληλη διασφάλιση της μη ελληνοποίησης τους. Επίσης παρεμφερείς έλεγχοι πρέπει να διενεργούνται και στα αποστελλόμενα-εξαγόμενα οπωροκηπευτικά προϊόντα προς διασφάλιση της φήμης των προϊόντων μας που θα συμβάλλει στην περαιτέρω αύξηση των εξαγωγών τους», κατέληξε.