Σχεδόν μηδενική ήταν η αύξηση στο διαθέσιμο των νοικοκυριών το πρώτο τρίμηνο, ενώ υψηλά αρνητικό ήταν το ποσοστό της αποταμίευσης,, καθώς τα νοικοκυριά «τρώνε από τα έτοιμα» για να καλύψουν το υψηλό κόστος διαβίωσης.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και των μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων σημείωσε αύξηση 0,7% σε ετήσια βάση, φθάνοντας τα 37,14 δισ. ευρώ από 36,89 δισ. ευρώ πέρυσι.
Ωστόσο, η τελική καταναλωτική δαπάνη εμφάνισε εντονότερο ρυθμό ανόδου, καταγράφοντας αύξηση 6,7% και διαμορφώθηκε στα 40,3 δισ. ευρώ έναντι 37,8 δισ. ευρώ το α' τρίμηνο του 2024.
Σημαντική μεταβολή σημειώθηκε στο ποσοστό αποταμίευσης των νοικοκυριών, το οποίο ορίζεται ως η ακαθάριστη αποταμίευση προς το ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημα.
Το ποσοστό αυτό διαμορφώθηκε στο -8,5% το α' τρίμηνο του 2025. Το γεγονός αυτό αντανακλά το ότι οι δαπάνες εξακολουθούν να υπερκαλύπτουν τα εισοδήματα, δημιουργώντας αρνητικές αποταμιεύσεις.
Η εικόνα στις ιδιωτικές επενδύσεις των μη χρηματοοικονομικών εταιρειών έδειξε πτωτική τροχιά, καθώς οι ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου ανήλθαν στα 4,31 δισ. ευρώ.
Το ποσοστό των επενδύσεων ως προς την ακαθάριστη προστιθέμενη αξία υποχώρησε στο 24,2%, χαμηλότερα από το 26,4% που είχε καταγραφεί στο α' τρίμηνο του 2024, γεγονός που αναδεικνύει περιορισμένη δυναμική στις κεφαλαιουχικές δαπάνες των επιχειρήσεων.
Στο εξωτερικό ισοζύγιο αγαθών και υπηρεσιών καταγράφηκε αυξημένο έλλειμμα, το οποίο ανήλθε στα 7,62 δισ. ευρώ έναντι ελλείμματος 6,87 δισ. ευρώ το προηγούμενο έτος.
Στον αντίποδα, το εξωτερικό ισοζύγιο πρωτογενών εισοδημάτων, καθώς και τρεχουσών και κεφαλαιακών μεταβιβάσεων παρουσίασε πλεόνασμα ύψους 2,88 δισ. ευρώ, σημαντικά ενισχυμένο σε σχέση με το πλεόνασμα 2,27 δισ. ευρώ της προηγούμενης περιόδου.
Στο πεδίο της Γενικής Κυβέρνησης, σημειώθηκε καθαρή λήψη δανείων 0,52 δισ. ευρώ, αισθητά μειωμένη από τα 3,52 δισ. ευρώ που είχαν καταγραφεί ένα χρόνο πριν.
Συνολικά, η ελληνική οικονομία εμφάνισε καθαρή λήψη δανείων ύψους 4,74 δισ. ευρώ το α' τρίμηνο του 2025, παρουσιάζοντας οριακή αύξηση σε σύγκριση με τα 4,60 δισ. ευρώ του α' τριμήνου 2024.